Γιατί ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος προσπαθεί να κατηγορήσει τους Αθωνίτες
Γιατί ο επικεφαλής του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης κατηγορεί τους Ρώσους μοναχούς του Άθωνα για αυτό που ο ίδιος είναι ένοχος.
Βρισκόμενος για επίσκεψη στο Άγιο Όρος, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην ουσία κατηγόρησε τους Ρώσους μοναχούς για εθνοφυλετισμό επειδή έχτισαν ένα από τα μεγαλύτερα μοναστήρια στο Άγιο Όρος. Γιατί το κάνει αυτό και γιατί ουσιαστικά κατηγορεί τον εαυτό του με τα δικά του λόγια;
Στις 21 Οκτωβρίου 2019 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έφθασε στο Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στο Άγιο Όρος και δήλωσε ότι το μοναστήρι αυτό είναι το παράδειγμα του αγώνα του Φαναρίου για τη διατήρηση του Αγίου Όρους από την αίρεση του εθνοφυλετισμού.
Για αναφορά: ο εθνοφυλετισμός είναι όταν τα εθνικά συμφέροντα τοποθετούνται πάνω από τα θρησκευτικά συμφέροντα και εφαρμόζονται εις βάρος των τελευταίων. Η Τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872 τον καταδίκασε ως αίρεση.
«Η καθ υμάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, υπό την κανονική προστασία και μέριμνα της οποίας ευρίσκεται επί τόσους αιώνες το Αγιώνυμο τούτο περιβόλιον της Κυρίας Θεοτόκου έδωκεν αιματηρούς αγώνας δια την προάσπισην της ανεξαρτησίας και την διαφύλαξη του από την αίρεση του εθνοφυλετισμού, η οποία εβρίσκετο εις πλήρη ακμή κατ εκείνην την εποχή και δυστυχώς θάλλει και επί των ημερών μας εις κύκλους τινά. Και ο νοών νοείτω», μεταδίδει τα λόγια του ο ιστότοπος «Orthodox.info».
Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε ποιον ακριβώς κατηγορεί ο πατριάρχης Βαρθολομαίος για τον εθνοφυλετισμό. Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα χτίστηκε από Ρώσους μοναχούς και ευεργέτες. Η δημιουργία κοινοβίου μοναστηριού, η διακόσμησή του με ναούς, η προμήθεια κατοικιών και οικιακών κτιρίων γενικότερα είναι φιλανθρωπικό έργο, αν δε το γνωρίζει κάποιος. Αλλά στα μάτια του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, αυτό αποδεικνύεται ότι ήταν μια προσπάθεια «εθνικοποίησης» του Άγιου Όρους.
«Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Σκήτη αύτη, του Αγίου Ανδρέου υπήρξε πεδίο συγκρούσεως της κανονικής παραδόσεως, με την προσπάθεια εθνικοποιήσεως του αγιώνυμου Όρους, και της χρησιμοποιήσεως του, ως θέσεως προκαλύψεως, δια την εξυπηρέτηση μεγαλοϊδεατισμών και οθνείων προς την μοναχική πολιτεία, σκοπών και επιδιώξεων», δήλωσε ο επικεφαλής της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης.
Ας στραφούμε στην ιστορία της Ιεράς Μονής του Αγίου Ανδρέα και να δούμε πότε υπήρξε πεδίο συγκρούσεως της κανονικής παραδόσεως, με την προσπάθεια εθνικοποιήσεως του αγιώνυμου Όρους.
Το τελευταίο καταφύγιο των πατριαρχών
Αρχικά, στον 10ο αιώνα, στη θέση της σκήτης υπήρχε ένα μικρό μονύδριο κελί με ναό προς τιμήν του Οσίου Αντώνιου του Μεγάλου. Το 1651 εγκαθίσταται σε αυτό το κελί ο Πατριάρχης Αθανασίου Γ’ ο Πατελάρος, μετά την παραίτησή τους από το πατριαρχικό θρόνο και προβαίνει σε ανακαινίσεις του κτηρίου και του ναού του Αγίου Πατρός Αντωνίου του Μεγάλου. Η προσωπικότητά του είναι τόσο ενδιαφέρουσα που είναι αδύνατο να μην πούμε λίγα λόγια γι’ αυτόν. Στη χώρα μας (Ρωσία, Ουκρανία – συντ.) είναι γνωστός ως Αγιαστής Αθανάσιος ο Καθιστός, Θαυματουργός του Λούμπενσκι.
Κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ορθόδοξοι πατριάρχες στην Κωνσταντινούπολη άλλαζαν πολύ συχνά. Αυτό γινόταν με εντολή του σουλτάνου, ο οποίος έπαιρνε πολλά λεφτά γι’ αυτό.
Ο Άγιος Αθανάσιος ήταν ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης τρεις φορές: το 1634, το 1635 και το 1652. Τις δύο τελευταίες φορές μόνο από λίγες μέρες. Μετά τη δεύτερη ανατροπή από το θρόνο, το Βατικανό τον κάλεσε να μεταβεί σε καθολικισμό και να γίνει καρδινάλιος, αλλά ο Άγιος Αθανάσιος αρνήθηκε. Και μετά την τρίτη ανατροπή, πήγε στη Μόσχα για να συμμετάσχει στη διόρθωση των λειτουργικών βιβλίων κατόπιν αιτήματος του Πατριάρχη Μόσχας Νίκων. Εκεί συνέθεσε την «Πράξη της Αρχιερατικής τέλεσης της Λειτουργίας στην Ανατολή», η οποία χρησιμοποιείται έως και σήμερα.
Αλλά η κύρια αποστολή του Αγίου Αθανασίου ήταν να παρακινήσει τον Τσάρο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς σε συμμαχία με τη Μολδαβία και τον στρατό του Ζαπορόζιε να ξεκινήσει τον πόλεμο με τους Τούρκους. Σε περίπτωση νίκης, για την οποία ο πατριάρχης Αθανάσιος δεν είχε καμία αμφιβολία, ο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς έπρεπε να γίνει αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και ο Πατριάρχης της Μόσχας Νίκων – Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης.
Αυτή η ιδέα δεν προοριζόταν να γίνει πραγματικότητα αλλά το ίδιο το γεγονός μιας τέτοιας πρότασης είναι ενδεικτικό, το οποίο μαρτυρεί ότι ο ελληνικός λαός πάντα στα βάθη της ψυχής ελπίζει στην αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την πρωτεύουσα της στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε ιστορική ευκαιρία γι’ αυτό.
Κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ορθόδοξοι πατριάρχες στην Κωνσταντινούπολη άλλαζαν πολύ συχνά. Αυτό γινόταν με εντολή του σουλτάνου, ο οποίος έπαιρνε πολλά λεφτά γι’ αυτό.
Ο Άγιος Αθανάσιος ταξίδεψε από τη Μόσχα στη Μολδαβία, αλλά πέθανε στο δρόμο απεβίωσε στη μονής Μγκαρ Λούμπενσκι το 1654. Τα λείψανά του βρίσκονται στον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού στο Χάρκοβο.
Δεύτερος πατριάρχης – κτήτορας που εγκαθίσταται στο μονύδριο είναι ο Σεραφείμ Β’ Άννινος (μετά το 1761, έτος παραίτησης της πατριαρχίας του). Αγόρασε αυτό το κελί και έχτισε σε αυτό ένα πανέμορφο τριώροφο σπίτι, στο ισόγειο του οποίου έφτιαξε την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου και του Οσίου Αντώνιου του Μεγάλου, και στο δεύτερο – την εκκλησία προς τιμήν της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774 υποστήριζε τη Ρωσία και καλούσε τους Έλληνες να εξεγερθούν εναντίον του τουρκικού ζυγού. Η εξέγερση καταστάλθηκε και ο Πατριάρχης Σεραφείμ αποχώρησε στην ίδια μονή Μγκαρ, όπου πέθανε το 1779.
Η μεγαλύτερη σκήτη
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Σεραφείμ ο αρχιδιάκονός του, ο οποίος έμεινε ως οικοδεσπότης στο αθωνικό κελί του Αγίου Αντωνίου του Μέγα, μετακόμισε στο μοναστήρι Βατοπαιδίου και μετέδωσε σ’ αυτό όλα τα δικαιώματα στο κελί. Το Βατοπαίδιο δεν χρησιμοποίησε το κελί καθόλου και σιγά-σιγά το κελί παρακμάστηκε.
Το 1841, δύο Ρώσοι μοναχοί Βησσαρίων (Τολματσέβ) και Βαρσανούφιος (Βαβίλοβ) εξαγόρασαν το κελί από το Βατοπαίδιο. Συγκέντρωσαν εκεί περίπου 20 Ρώσους μοναχούς και έφτιαξαν κοινόβιο. Το 1849 το κελί ήταν επίσημα αναβαθμισμένο στην τάξη σκήτης και η Μονή Βατοπεδίου χορήγησε στο νέο μοναστήρι το δικαίωμα να εκλέγει το δικό του ηγούμενο και να αποκτήσει τη σφραγίδα της σκήτης.
Ο Βησσαρίων (Τολματσέβ) εκλέχτηκε ως ο πρώτος ηγούμενος της σκήτης του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος έλαβε γράμμα από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Άνθιμο Δ’ για την «αιώνια έγκριση της νέας ρωσικής σκήτης».
Μέσα από τις προσπάθειες των Ρώσων μοναχών και τη φροντίδα των Ρώσων φιλάνθρωπων, η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα μεγάλωσε σε τεράστιους μεγέθους. Στη μονή χτίστηκαν 14 εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου Ι.Ν. του Αγίου Ανδρέα, του μεγαλύτερου από τους κτισμένους στην Ανατολή ναούς για όλη την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας.
Στη σκήτη άνηκε μεγάλη αγροτική γη, είχε τα δικά του αγροκτήματα στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Οδησσό, το Ρόστοφ-ον-Ντον και την Αγία Πετρούπολη. Δημοσίευε το μηνιαίο περιοδικό «Οδηγίες και παρηγοριά της αγίας χριστιανικής πίστης» και διεξήγαγε εκτεταμένο ιεραποστολικό έργο. Το 1906 ο αριθμός των κατοίκων της ανερχόταν σε 500 άτομα.
Μέσα από τις προσπάθειες των Ρώσων μοναχών και τη φροντίδα των Ρώσων φιλάνθρωπων, η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα μεγάλωσε σε τεράστιους μεγέθους.
Μετά την επανάσταση του 1917, η Μονή του Αγίου Ανδρέα έχασε όλη της την περιουσία στη Ρωσία και την υποστήριξη φιλάνθρωπων. Οι προσκυνητές και όσοι επιθυμούσαν να υπηρετήσουν τον Θεό σε μοναστική τάξη έπαψαν να έρχονται στο μοναστήρι. Αλλά το πιο τρομερό χτύπημα ήταν η πυρκαγιά του 1958, η οποία σάρωνε για τρεις ημέρες και στην οποία κάηκαν σχεδόν όλα τα κτίρια και οι ναοί. Η βιβλιοθήκη και το αρχείο, που αριθμούσαν περίπου 20.000 βιβλία και χειρόγραφα, έγιναν στάχτη στη φωτιά.
Το 1962 πέθανε ο τελευταίος Ρώσος ηγούμενος, Αρχιμανδρίτης Μιχαήλ. Μετά από αυτόν μόνο πέντε ηλικιωμένοι μοναχοί έμειναν στο μοναστήρι, οι οποίοι επίσης σύντομα αναχώρησαν στον Κύριο. Για περίπου 20 χρόνια η μονή ήταν τελείως εγκαταλειμμένη και στη συνέχεια σταδιακά εδώ άρχισαν να εγκαθίστανται οι Έλληνες μοναχοί. Παρά το γεγονός ότι εγκαθίστανται οικειοθελώς, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έθεσε ποτέ το ζήτημα της επιστροφής του μοναστηριού σε Ρώσους μοναχούς. Το 1992 το μοναστήρι αναγνωρίστηκε επισήμως ως ελληνικό μοναστήρι.
Βλέπει κανείς σε αυτή την ιστορία μια προσπάθεια «εθνικοποιήσεως του αγιώνυμου Όρους»; Βλέπει κανείς μια προσπάθεια «της χρησιμοποιήσεως του, ως θέσεως προκαλύψεως, δια την εξυπηρέτηση μεγαλοϊδεατισμών και οθνείων προς την μοναχική πολιτεία, σκοπών και επιδιώξεων»; Γιατί η ύπαρξη ελληνικών μοναστηριών στο Άθω δεν λέγεται «εθνικοποίηση»; Γιατί η ύπαρξη της βουλγαρικής Μονής Ζωγράφου, του Σερβικού Χιλάνταρ, της ρουμανικής Μονής Προδρόμου δεν λε΄γεται «εθνικοποίηση»;
Πρώτοι στην Ορθοδοξία
Τώρα περί γεγονότος ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, κατηγορώντας τους άλλους για εθνοφυλετισμό, εκθέτει στην πραγματικότητα το ίδιο το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Οι δηλώσεις των ιεραρχών και των κληρικών, συμπεριλαμβανομένων, δυστυχώς, και των εκπροσώπων του Αγίου Όρους, για την ανωτερότητα του ελληνικού έθνους και την υπεροχή του μεταξύ των Ορθοδόξων λαών είναι πολυάριθμες. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα.
Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος στο άρθρο του «Δύο βασικοί κίνδυνοι» επεσήμανε ότι ο καθολικισμός και «ο σλαβισμός και οι Σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες υπό την αιγίδα του Ρωσικού Πατριαρχείου» απειλούν το ελληνικό έθνος:
«Εάν οι Σλαβικοί λαοί ξέχασαν ότι οι Έλληνες τους έδωσαν πολιτισμό και ότι έλαβαν το φως της χριστιανικής πίστης από τη χριστιανική λαμπάδα του Ελληνικού Βυζαντίου μέσω των Ελλήνων ιεραποστόλων και ότι γι’ αυτό πρέπει από ευγνωμοσύνη να επιστρέφουν τον δέοντα σεβασμό και ευνοϊκότητα στο ελληνικό έθνος που τους εκπαίδευσε και τους διαφώτισε και να μην εκδηλώνονται ως χαμηλοί και αδίστακτοι εχθροί, η παντορθόδοξη συνείδηση θα σβήσει τα ζοφερά και ύπουλα σχέδιά τους».
Φαίνεται ότι υπάρχει η μεγάλη ελληνική φυλή και οι δευτερεύοντες μη ελληνικοί λαοί που πρέπει να υπηρετούν αυτή την φυλή και να εκπληρώνουν υπάκουα τις σοφές της διαταγές. Αυτό το άρθρο γράφτηκε το 1947, και έκτοτε, προφανώς, έχει γίνει οδηγός για τους σημερινούς φαναριώτες.
Το 2018, σε απάντηση στις άνομες και αντικανονικές αποφάσεις της Κωνσταντινούπολης για την Ουκρανία, η Ρωσική Εκκλησία διέκοψε την κοινωνίας μαζί του, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε: «Τα αδέρφια μας σλάβοι δεν μπορούν να ανεχτούν την υπεροχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του λαού μας στην Ορθοδοξία». Δηλαδή, δήλωσε ανοιχτά την υπεροχή των Ελλήνων στην Ορθοδοξία.
Κρίνοντας από τις δηλώσεις των ιεραρχών του Φανάρι, υπάρχει μια μεγάλη ελληνική φυλή και δευτερογενείς μη Ελληνικοί λαοί που πρέπει να υπηρετήσουν αυτή τη φυλή και να εκπληρώσουν υπάκουα τις σοφές της διαταγές.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2019, σε συνεδρίαση της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους για το «ουκρανικό ζήτημα», οι εκπρόσωποι των μοναστηριών που υποστήριξαν το Φανάρι δήλωσαν: «Ο Ελληνισμός και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουν πρεσβεία στην Ορθοδοξία», καθώς και: «Ως αθωνίτες, δεν θα ανεχθούμε κάποιος να ταπεινώνει τον Ελληνισμό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο».
Αυτές και πολλές άλλες παρόμοιες δηλώσεις μαρτυρούν όχι μόνο τον εθνοφυλετισμό, όχι μόνο την εξύψωση του εθνικού έναντι του θρησκευτικού αλλά και την ιδεολογία της ανωτερότητας της ελληνικής φυλής έναντι άλλων λαών. Αλλά το Ευαγγέλιο λέει ακριβώς το αντίθετο, ιδχυρίζεται ότι στον Χριστό «πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν·» (Ρωμ.10, 11-12), ότι στον Χριστό «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11).
Όλα και σε όλα το Φανάρι;
Τέλος, γιατί ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος να θέτει το θέμα του εθνοφυλετισμού και να κατηγορεί τους άλλους γι’ αυτό.
Το Φανάρι, προσπαθώντας να προωθήσει τις άνομες αποφάσεις του σχετικά με το «ουκρανικό ζήτημα», προσπαθώντας να πείσει τις Τοπικές Εκκλησίες να αναγνωρίσουν τη δημιουργημένη από αυτό OCU, διεξάγει έναν πολύ λεπτό ενημερωτικό και διπλωματικό πόλεμο. Προσπαθεί να παρουσιάσει τη διάσπαση που έχει ήδη λάβει χώρα στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως διάσπαση κατά μήκος των εθνοτικών γραμμών. Ότι δήθεν η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και άλλες Σλαβικές Τοπικές Εκκλησίες δεν δέχονται τις αποφάσεις της Κωνσταντινούπολης, όχι επειδή έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες, αλλά επειδή αντιτίθενται στους Έλληνες, θέλουν να επιβεβαιώσουν τη σλαβική υπεροχή τους στην Ορθοδοξία. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές Τοπικές Εκκλησίες πρέπει να εδραιωθούν γύρω από το Φανάρι και να το απορρίψουν.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι ίδιες οι Σλαβικές Εκκλησίες όχι μόνο δεν διεκδικούσαν την υπεροχή, αλλά ποτέ δεν αποκαλούσαν αυτό τους έτσι. Αυτή η ταύτιση δεν ισχύει για τη Ρωσική Εκκλησία, η οποία μεριμνά για χριστιανούς πολλών εθνικοτήτων, από τους Ευρωπαίους έως Ιάπωνες.
Στην πραγματικότητα, το σχίσμα στην Ορθοδοξία, το οποίο μπορεί ήδη να θεωρηθεί ότι έχει πραγματοποιηθεί με την αναγνώριση της OCU από την Εκκλησία της Ελλάδας, δεν έγινε σύμφωνα με το εθνικό κριτήριο, αλλά σύμφωνα με το κριτήριο της αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης της Κωνσταντινούπολης ως επικεφαλής της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Λαμβάνοντας αποφάσεις για το «ουκρανικό ζήτημα», το Φανάρι:
- αναγνώρισε τη χάρη των χειροτονηθέντων σχισματικών,
- τους προσχώρησε στην Εκκλησία χωρίς μετάνοια και ακόμα χωρίς την εξέταση της προσφυγής τους (η εξέταση της προσφυγής περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη διαδικασία με την υποχρεωτική ακρόαση των απόψεων των μερών, στην προκειμένη περίπτωση του Πατριαρχείου Μόσχας και του Φιλάρετου Ντενισένκο, αλλά αυτό δεν έγινε),
- πήρε τη Μητρόπολη του Κιέβου του 1686 χωρίς καμία, ούτε επίσημη, επαφή για το θέμα αυτό με το Πατριαρχείο Μόσχας και την UOC,
- χορήγησε αυτοκέφαλο σε μια ομάδα σχισματικών που βρίσκεται στην κανονική επικράτεια μιας άλλης Τοπικής Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν θεολογικές και κανονικές δικαιολογίες για αυτές τις αποφάσεις. Οι άγιοι κανόνες επιτρέπουν στους Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης να δέχονται προσφυγές μόνο από τους κληρικούς της Εκκλησίας τους και να χορηγούν αυτοκέφαλο μόνο σε εκείνες τις εκκλησιαστικές δομές που υπάγονται στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αναγνώριση ευλογημένων «χειροτονιών» του Επιφάνιου Ντουμένκο και της «επισκοπής» του γενικώς είναι πέραν του πλαισίου της Ορθοδοξίας.
Οι αντικανονικές αποφάσεις του Φαναρίου μπορούν να υιοθετηθούν μόνο σε μια περίπτωση αν αναγνωριστεί η υπεροχή της Κωνσταντινούπολης σε ολόκληρη την Ορθοδοξία. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο ακριβώς συμβαίνει το σχίσμα.
Στο ανακοινωθέν της, μετά τα αποτελέσματα της Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Ελληνική Εκκλησία δεν μπόρεσε να αναφέρει κανένα, από την άποψη των κανόνων, επιχείρημα υπέρ αναγνώρισης της OCU. Όλος ο συλλογισμός κατέληξε στο γεγονός ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είχε δίκιο επειδή είναι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και είχε το δικαίωμα να το πράξει. Εάν κάποια Τοπική Εκκλησία αναγνωρίσει την ΟCU, θα ακολουθήσει αυτή την πορεία, της αναγνώρισης της υπεροχής της Κωνσταντινούπολης.
Οι αντικανονικές αποφάσεις του Φαναρίου μπορούν να υιοθετηθούν μόνο σε μια περίπτωση αν αναγνωριστεί η υπεροχή της Κωνσταντινούπολης σε ολόκληρη την Ορθοδοξία. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο ακριβώς συμβαίνει το σχίσμα.
Οι εκκλησίες, οι οποίες δεν συμφωνούν με αυτό, δεν δηλώνουν ότι στην περίπτωση αυτή η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δίκαιο. Αυτές οι εκκλησίες προτείνουν απλώς να λυθεί το «ουκρανικό ζήτημα» συνοδικά. Επομένως, ο χωρισμός στην Ορθοδοξία λαμβάνει χώρα ακριβώς στο ερώτημα: αν η Εκκλησία έχει εμφανές επικεφαλής στο πρόσωπο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης ή αναγνωρίζει την άμεση υπεροχή στην Εκκλησία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού;
Αυτό μπορεί να διατυπωθεί λίγο διαφορετικά: είναι η Σύνοδος ή το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης η υψηλότερη ορατή αρχή στην Εκκλησία; Και επειδή στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «Πιστεύω εις Μίαν, Αγία, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», η επιλογή είναι η ακόλουθη: η Ορθοδοξία ή η υπεροχή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Αντ’ 'αυτού οι ιεράρχες του Φαναρίου, υπό την ηγεσία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, επιχειρούν τεχνητά να επιβάλουν σε όλους μια διαφορετική, εντελώς ψευδή επιλογή: ελληνική ή σλαβική (ρωσική, εάν θέλετε) υπεροχή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος προωθεί τόσο έντονα το θέμα του εθνοφυλετισμού και δήθεν αντιπαράθεσης των Ελλήνων και των Σλάβων στο Άγιο Όρος και σ’ όλο τον κόσμο.
Το καθήκον μας είναι να κατανοήσουμε όλα αυτά και να μην επιτρέψουμε στους Σλάβους να εναντιωθούν εναντίον των Ελλήνων και στους Έλληνες εναντίον των Σλάβων. Να μην πέσουμε στη στημένη παγίδα και να μην δεχτούμε τη ψευδή ιδέα, στην οποία η Ορθοδοξία μπορεί να είναι ελληνική, ρωσική ή κάποια άλλη. Να μην επιτρέχουμε την εκ νέου εμφάνιση των Ελλήνων, Εβραίων, Βαρβάρων, Σκυθών κ.α. Αλλά να πιστεύουμε σταθερά ότι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11).