Γιατί η Μητρόπολη του Κιέβου δεν μπορεί να επιστραφεί στην Κωνσταντινούπολη

10 Ιουνίου 2018 05:12
734
Γιατί η Μητρόπολη του Κιέβου δεν μπορεί να επιστραφεί στην Κωνσταντινούπολη

Πώς βρέθηκε η Μητρόπολη του Κιέβου το 1686 μέρος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και γιατί δεν μπορεί να επιστραφεί στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Το 1686 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του, μετέφερε τη Μητρόπολη του Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Για να κατανοήσουμε τα αίτια και τις συνέπειες αυτής της απόφασης, είναι απαραίτητο να αναλύσουμε όχι μόνο τα γεγονότα της κίνησης αυτής, αλλά και το ευρύ ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου συνέβη αυτό.

Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τα αίτια και τα πρότυπα των γεγονότων, τις πολιτικές συνθήκες στις οποίες υπήρξαν τα Πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης και της Μόσχας, καθώς και η Μητρόπολη του Κιέβου, τα συμφέροντα των κύριων γεωπολιτικών παραγόντων της εποχής, τις παγκόσμιες συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις.

Μόνο στην περίπτωση αυτή θα μπορέσουμε να φανταστούμε την πραγματική εικόνα του τι συνέβη τον 17ο αιώνα, καθώς επίσης να καταλάβουμε γιατί η απόφαση της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης από 11ης Σεπτεμβρίου 2018 για επιστροφή της Μητρόπολης του Κιέβου στη δικαιοδοσία της είναι παράνομη και μη εκτελεστέα.

Η μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο τριών μεγάλων συγκρούσεων, οι οποίες κατά το δεύτερο μισό του δέκατου έβδομου αιώνα επικαλύπτονταν μία στην άλλη. Η αρένα όλων αυτών των τριών συγκρούσεων ήταν η Ουκρανία, η οποία γνώρισε ακραίες ταλαιπωρίες, καθώς όλες αυτές οι συγκρούσεις συνοδεύονταν από στρατιωτικές ενέργειες, βία και σκληρότητα. Αυτή η ιστορική περίοδος (1657-1687) έλαβε ένα πολύ εύγλωττο όνομα Απερήμωση/Ρέπια/Καταστροφή (Ruin).

Πρώτη σύγκρουση είναι ο εσωτερικός πόλεμος των Χετμάνωνου, των κληρονόμων του Μπογκντάν Χμελνίτσκι, για την εξουσία σε ένα μέρος της επικράτειας της σημερινής Ουκρανίας, το οποίο τότε ονομαζόταν Ζαπορόζιος Στρατός ή Χετμάνσινα.

Γιατί η Μητρόπολη του Κιέβου δεν μπορεί να επιστραφεί στην Κωνσταντινούπολη фото 1
Χετμάνσινα το 1649-57 (κίτρινο) στον πολιτικό χάρτη της σύγχρονης Ουκρανίας (λευκό)

Μετά το θάνατο του Μπογκντάν Χμελνίτσκι, η ελίτ των κοζάκων, εκπληρώνοντας την τελευταία του βούληση, επέλεξε τον 16χρονο γιο του Γιούρι ως χετμάνος. Αλλά μόλις ένα μήνα αργότερα ο Γιούρι Χμελνίτσκι ανατράπηκε και ο Ιβάν Βιγόβσκι (Ivan Vyhovsky) εκλέχτηκε στη θέση του. Οι κοζάκοι, με επικεφαλής τον αταμάν Yakov Barabash, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον νέο χετμάνο και εξεγέρθηκαν. Για την καταστολή της εξέγερσης αυτής ο Βιγόβσκι ζήτησε βοήθεια από τους Τατάρους της Κριμαίας, τους οποίους πλήρωσε με «ζωντανά αγαθά», δηλ. πληθυσμό της Ουκρανίας, τον οποίο οι Τάταροι πήραν στη δουλεία. Έτσι, έχοντας νικήσει τους αντιπάλους του, ο χετμάνος έδωσε την Πολτάβα, Λουμπνί, Γάντιατς (Hadiach) και άλλες πόλεις και χωριά στην λεηλασία των Τατάρων.

Τον Σεπτέμβριο του 1658 ο Ivan Vyhovsky υπέγραψε τη Συνθήκη του Γάντιατς (Hadiach)με την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, σύμφωνα με την οποία ο Ζαπορόζιος Στρατός επέστρεφε υπό πολωνική κυριαρχία, και άρχισε πόλεμο με το Βασίλειο της Μόσχας. Μέρος των ταγμάτων των κοζάκων υποστήριξε τον Vyhovsky, ενώ ορισμένοι παρέμειναν πιστοί στη Συνθήκη του Περεγιασλάβ του 1654 για την ενοποίηση του εδάφους του Ζαπορόζιου Στρατού με το Ρωσικό βασίλειο. Αυτά τα τάγματα επέλεξαν νέο χετμάνο, τον Ivan Bespaly.

Κατά τις στρατιωτικές συγκρούσεις οι κοζάκοι και των δύο πλευρών κατέστρεφαν ανελέητα τις ουκρανικές πόλεις με το πρόσχημα της εκδίκησης για παρελθόντα αδικήματα. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1658, οι κοζάκοι του Ζαπορόζιε λεηλάτησαν τους οικισμούς του τάγματος Lubensky, υποστηρίζοντας ότι «οι κοζάκοι του Lubensk τους λεηλατούσαν περισσότερο από όλους, έκαψαν τα σπίτια και έδωσαν τα παιδιά στους Τατάρους».

Στις επόμενες δεκαετίες οι χετμάνοι Ιβάν Βιγόβσκι, Γιούρι Χμελνίτσκι, Πέβελ Τετέρια, Γιακίμ Σαμκό (Yakima Skamko), Ιβάν Μπριουχοβέτσκι (Bryukhovetsky) και άλλοι, καθώς και οι συνταγματάρχες των κοζάκων και οι λοχίες, οι οποίοι συνεχώς πολεμούσαν μεταξύ τους και συνέχεια πήγαιναν από μία πλευρά στην άλλη σε αυτούς τους πολέμους, ανελέητα κατέστρεφαν ουκρανικές πόλεις και χωριά.

Στον αιματηρό τους αγώνα για εξουσία, ζητούσαν βοήθεια από ξένους στρατούς, οι οποίοι είχαν ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον για τη διατήρηση της ζωής και της περιουσίας του ουκρανικού πληθυσμού. Στην επιστολή προς τον Πολωνό βασιλιά ο ιδρυτής του Ιβάνο-Φρανκίφσκ (πρώην Στάνισλαβ) σλιάχτιτς (ευγενείς) Anzhey Pototsky περιέγραψε την υπάρχουσα κατάσταση με τον εξής τρόπο: «τώρα τρώγονται αναμεταξύ τους, μικρή πόλη πολεμά μια άλλη μικρή πόλη, ο γιος τον πατέρα, ο πατέρας κλέβει τον γιο». Μερικοί ιστορικοί εκτιμούν τις απώλειες στις ουκρανικές εκτάσεις ως αποτέλεσμα όλων αυτών των πολέμων έως 70% του πληθυσμού.

Δεύτερη σύγκρουση είναι η σύγκρουση τριών κρατών: της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του Ρωσικού Βασιλείου (της Μόσχας) και της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας (Πολωνίας). Οι ιστορικοί διακρίνουν τρεις στρατιωτικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου: τους πολωνο-τουρκικούς πολέμους (1672-76 και 1683-99), τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους (1672-81 και 1686-1700) και τον ρωσο-πολωνικό πόλεμο (1654-67). Μερικές από τις στρατιωτικές εκστρατείες ήταν μέρος μιας ακόμα πιο παγκόσμιας σύγκρουσης – του Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου (1683-1699) μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ένωσης των χριστιανικών ευρωπαϊκών κρατών (Ιερός Συνασπισμός), η οποία περιελάμβανε την αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρία), την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία (Πολωνία), το Ρωσικό Βασίλειο, την Δημοκρατία της Βενετίας και τη Μάλτα.

Κατά τη διάρκεια αυτών των πολέμων τα μεμονωμένα ουκρανικά εδάφη περιέρχονταν από το ένα κράτος στο άλλο, οι χετμάνοι που ήταν υποτελείς σε εξάρτηση από την Πολωνία, την Τουρκία ή τη Ρωσία, άλλαζαν τους κυρίαρχους τους, ενώ ο λαός έπινε το κύπελλο των δεινών αυτής της δύσκολης εποχής μέχρι τη τελευταία γουλιά.

Ιδιαίτερη σκληρότητα στις κατακτημένες χώρες έδειχναν οι υπήκοοι του τουρκικού σουλτάνου – οι Τάταροι της Κριμαίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1670 το Ποντόλιε (σήμερα είναι εν μέρει οι περιφέρειες της Βίννιτσας, Χμελνίτσκ και Τερνόπιλ της Ουκρανίας) ενσωματώθηκε άμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ονομάστηκε Βιλάγια (Επαρχεία ή Κυβερνείο) του Ποντόλιε. Οι Τούρκοι οδηγούσαν μαζικά τον πληθυσμό αυτής της βιλάγιας στη δουλεία, ενώ τους υπόλοιπους βίαια προσηλύτιζαν στο Ισλάμ, τις εκκλησίες μετέτρεπαν σε τζαμιά, σφάζανε τους μοναχούς και βίαζαν τις μοναχές. Το 1673 στην Κωνσταντινούπολη ανέπτυξαν ένα σχέδιο για τη μαζική απέλαση του πληθυσμού από Ποντόλιε και την αντικατάστασή του από τους Τατάρους.

Τη σωτηρία από τη φρίκη της τουρκικής κατοχής ο πληθυσμός έβλεπε κυρίως στο Ρωσικό Βασίλειο. Οι απλοί άνθρωποι δραπέτευαν μαζικώς από Ποντόλιε και, γενικά, από την Δεξιά όχθη της Ουκρανίας στην Αριστερή, η οποία ήταν τότε μέρος της Ρωσίας. Με την πάροδο του χρόνου και οι κοζάκοι αξιωματικοί άρχισαν να συνειδητοποιούν τα πλεονεκτήματα του ρωσικού προτεκτοράτου. Τη σωτηρία από τις αγριότητες των Τούρκων και των Τατάρων της Κριμαίας θα μπορούσε επίσης να αναζητηθεί στην Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, αλλά υπήρξε μια άλλη σύγκρουση – θρησκευτική.

Τρίτη σύγκρουση είναι η διαμάχη του Βατικανού με την Ορθοδοξία. Το όργανο αυτού του αγώνα ήταν (και εξακολουθεί να είναι) η Ένωση/Ουνία του Μπρεστ του 1596.

Η σύναψη της ουνίας ήταν μια φυσική συνέχεια της πολιτικής της καθολικοποίησης και πολωνοποίησης του πληθυσμού της ουκρανικής γης, την οποία διεξήχθη από την ηγεσία της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ένα μέρος της ορθόδοξης επισκοπής πρόδωσε την Ορθοδοξία και αποδέχτηκε την ουνία: αναγνώρισε τα καθολικά δόγματα και την υπεροχή του πάπα. Αλλά ταυτόχρονα ο απλός λαός και ο κλήρος δεν ακολούθησαν τους προδότες.

Η προδοσία ενός μέρος της επισκοπής έδωσε στις πολωνικές αρχές τη βάση να αναγκάσουν βίαια στην ουνία. Η δυστυχία του λαού της Ουκρανίας λόγω της ουνίας ήταν τρομερή. Βίαια αρπάζονταν οι ορθόδοξες εκκλησίες και παραδίδονταν στους Ουνίτες, παραβιάζονταν τα δικαιώματα των ορθοδόξων, υπήρξαν συχνές περιπτώσεις δολοφονίας, ληστείας και εμπρησμού, οι οποίες συνέβαιναν είτε με εντολή των πολωνικών αρχών, είτε με τη σιωπηρή συγκατάθεσή τους. Όσοι δεν ήθελαν να προδώσουν την ορθόδοξη πίστη θεωρούταν άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας. Και παρόλο που η πιο αιματηρή περίοδος της επιβολής της ουνίας έληξε το 1633, τις επόμενες δεκαετίες οι Ορθόδοξοι συνέχισαν να υποβάλλονται σε συνεχή καταπίεση στο έδαφος της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.

Έτσι, υπό συνθήκες σκληρής βίας από τους Τούρκους και θρησκευτικής καταπίεσης από τους Πολωνούς, το πιο φυσικό για τον λαό της Ουκρανίας ήταν να ζητήσει βοήθεια από τον Τσάρο της Μόσχας και τον Πατριάρχη της Μόσχας.

Εδώ είναι απαραίτητο να αναλυθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και της Μόσχας βρίσκονταν στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα.

Το 1453 η Κωνσταντινούπολη έπεσε κάτω από την επίθεση των Τούρκων. Από τότε, σχεδόν 500 χρόνια, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ζούσε υπό την κυριαρχία των μουσουλμάνων. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Χριστιανοί ήταν άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας. Πλήρωναν υψηλούς φόρους, έπρεπε να φορούν ειδικά ρούχα, υπήρχαν πολλές απαγορεύσεις για χριστιανούς στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Ο χριστιανικός πληθυσμός αποτελούσε «ρουμ μιλλέτ» και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έγινε όχι μόνο ο πνευματικός ηγέτης αλλά και το όργανο της κοσμικής κυβέρνησης αυτού του «ρουμ μιλλέτ».

Στο παράδειγμα του ρωμαϊκού παπισμού βλέπουμε πόσο η χρήση της κοσμικής εξουσίας φθείρει τους ιεράρχες. Κατά την εποχή που η Κωνσταντινούπολη ήταν υπό τουρκική κυριαρχία, αυτό εκδηλώθηκε και στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Ο γνωστός σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος και ιστορικός Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος (Γουέαρ) περιγράφει την περίοδο αυτή ως εξής:

«Η κορυφή της διοίκησης της εκκλησίας έχει εμπλακεί με το κατεστραμμένο σύστημα της διαφθοράς και της σιμωνίας. Μπερδεμένοι σε σκοτεινές πράξεις και πολιτικές intrigue, οι επίσκοποι γίνονταν θύματα φιλοδοξίας και απληστίας. <...> Οι πατριάρχες αλλάζανε και επαναπροσδιορίζονταν με καλειδοσκοπική ταχύτητα. Από τους 159 πατριάρχες που καταλάμβαναν το θρόνο μεταξύ του 15ου και του 20ού αιώνα, 105 απομακρύνθηκαν από πατριαρχικό θρόνο από τους Τούρκους, 27 αρνήθηκαν τον θρόνο, συχνά αναγκαζόμενοι να το κάνουν με βία, 6 πατριάρχες πέθαναν βίαιο θάνατο, κρεμάστηκαν, δηλητηριάστηκαν ή πνίγηκαν και μόνο 21 από αυτούς πέθαναν φυσικό θάνατο, όντας στην εξουσία. Το ίδιο πρόσωπο γινόταν πατριάρχης 5-6 φορές, ενώ αρκετοί πρώην πατριάρχες συνήθως ζούσαν στην εξορία, περιμένοντας πεισματικά την ευκαιρία να επιστρέψουν στο θρόνο.

Ο ίδιος Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης (Σερογλάνης), ο οποίος υπέγραψε τον Τόμο το 1686 για τη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας, ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο πέντε φορές.

Το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιελάμβανε τα ιστορικά εδάφη όχι μόνο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης αλλά και των αρχαίων Ανατολικών – Ιεροσολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας – οδήγησε στο γεγονός ότι ουσιαστικά και αυτές οι αρχαίες Εκκλησίες υποτάχθηκαν επίσης στον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Οι επίσκοποί τους ήταν κυρίως Έλληνες και λάμβαναν και έχαναν τις θέσεις τους με το θέλημα του σουλτάνου και του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν πολύ πιο εύκολο για τον σουλτάνο να κυβερνάει το «ρουμ μιλλέτ» μέσα από ένα αρχηγό παρά να ξεμπλέκει τις περιπλοκές των κανονιολογικών σχέσεων μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών. Από αυτή την de facto κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης έναντι των άλλων Τοπικών Εκκλησιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προέρχονται οι σημερινές φιλοδοξίες του Φαναρίου να καθιερώσει τον εαυτό του ως «Μητέρα-Εκκλησία» για όλες τις υπόλοιπες.

Εκτός από τις βρώμικες πολιτικές δολοπλοκίες και τις χρηματικές απάτες, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης εκείνης της εποχής χαρακτηρίζει μια έκκληση προς την Καθολική Δύση για υψηλότερη θεολογική εκπαίδευση. Η συντριπτική πλειοψηφία των ιεραρχών και μορφωμένου κλήρου σπούδασε στα καθολικά και στα προτεσταντικά σχολεία. Αλλά για να εισέλθουν και να σπουδάσουν σε αυτά τα ιδρύματα, ήταν απαραίτητο να εγκαταλείψουν πρώτα την ορθόδοξη πίστη.

Μια πλήρης περιγραφή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης την εποχή εκείνη έδωσε ο Άγγλος Paul Raykat, ο οποίος περιέγραψε την κατάστασή της το 1679 ως εξής: «Κάθε καλός Χριστιανός αναγκάζεται να βλέπει δυστυχώς και να παρατηρεί με συμπόνια, πώς αυτή η κάποτε ένδοξη Εκκλησία σχίζει τα εντόσθιά της και τα ρίχνει για να φαγωθούν από κοράκια, γύπες και άλλα άγρια και αιμοδιψή κοσμικά πλάσματα».

Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, καθώς και το γεγονός ότι το έδαφος της Ουκρανίας κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα σχεδόν πάντα ήταν πεδίο μάχης, μπορούμε να πούμε ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν είχε ούτε την επιθυμία ούτε την ικανότητα να παρέχει στη Μητρόπολη του Κιέβου οτιδήποτε βοήθεια στον αγώνα με την Ουνία ή προστασία από τις τουρκικές αγριότητες και τη βία.

Η κατάσταση του Πατριαρχείου Μόσχας κατά τον 17ο αιώνα δεν ήταν εξίσου ιδανική: οι συνέπειες της Σκοτεινής εποχής, το σχίσμα των παλαιών πιστών, η απομάκρυνση του Πατριάρχη Νίκωνα, το πολύ χαμηλό επίπεδο μόρφωσης του εκκλησιαστικού κλήρου κλπ. Όλα αυτά δεν κοσμούσαν τη ρωσική εκκλησία εκείνης της εποχής. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι στη Ρωσία δεν υπήρχαν καν οι καταστροφές που βίωνε η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Το απλό γεγονός ότι ο ορθόδοξος τσάρος κυβερνούσε το Βασίλειο της Μόσχας και όχι ο μουσουλμανικός σουλτάνος, μαρτυρεί τις ριζικά διαφορετικές συνθήκες στις οποίες ζούσαν τα δύο πατριαρχεία.

Τον 17ο αιώνα το Ρωσικό Βασίλειο δικαιολογούσε πλήρως (τουλάχιστον εξωτερικά) το όνομα «Αγία Ρους». Οι Έλληνες, που έρχονταν στη Ρωσία για να συγκεντρώσουν ελεημοσύνη, μαρτυρούσαν ότι η Ρωσία είναι «μια τεράστια μοναστηριακή κατοικία», όπου κατά τη διάρκεια των βασιλικών εορτών, αντί για μουσική και διασκέδαση, διαβάζουν τους βίους των αγίων.

Τον 17ο αιώνα η επιρροή της Εκκλησίας στο ρωσικό κράτος ήταν τεράστια. Κατείχε πολύ υψηλή θέση στην πολιτεία και την κοινωνία. Η γνώμη της ήταν πολύ βαρύ και η εξουσία της ήταν αναμφισβήτητη. Η οικονομική της θέση ήταν επίσης στο υψηλότερο επίπεδο. Η εκκλησία στο σύνολό της ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας και διαχειριζόταν τεράστια κεφάλαια. Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων έστελναν για την υποστήριξη των ορθοδόξων αδελφών στην Ανατολή. Τα πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας, των Ιερουσαλήμων και της Αλεξάνδρειας, καθώς και μεμονωμένα μοναστήρια και επισκοπές λάμβαναν συστηματικά μεγάλη χρηματική βοήθεια από τη Ρωσία.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά – τους συνεχείς πολέμους στο ουκρανικό έδαφος, τη βίαια επιβαλλόμενη ουνία με τη Ρώμη, καθώς και ριζικά διαφορετικές συνθήκες στις οποίες υπήρχαν τα πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης και της Μόσχας, – μπορούμε να συμπεράνουμε: η μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου το 1686 έγινε απόλυτα φυσικό ιστορικό γεγονός. Μόνο το Πατριαρχείο της Μόσχας θα μπορούσε να βοηθήσει τη Μητρόπολη του Κιέβου να αντιμετωπίσει τους Ουνίτες.

Επιθυμία να αποτραπεί η τοποθέτηση στην καθέδρα του Κιέβου του Μητροπολίτη-ουνίτη ώθησε τον Πατριάρχη της Μόσχας Ιωακείμ να κάνει το αποφασιστικό βήμα προς τη μετάβαση της Μητρόπολης του Κιέβου υπό τη δικαιοδοσία του.

Όταν ο Μητροπολίτης του Κιέβου Ιωσήφ (Nelyubovich-Tukalsky) απεβίωσε το 1675, υπήρξε πραγματική απειλή κατάληψης της Καθέδρας του Κιέβου από τους Ουνίτες. Ο Επίσκοπος του Λβοβ Ιωσήφ (Shumlyansky), ο οποίος εξέφραζε ανοιχτά την επιθυμία του να αποδεχθεί την ουνία, δήλωσε τις αξιώσεις του στο θρόνο του Κιέβου και άρχισε να ονομάζει τον εαυτό του διαχειριστής της Μητρόπολης του Κιέβου. Μεγάλη υποστήριξη σε αυτό είχε από τον Πολωνό βασιλιά.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Πατριάρχης Μόσχας Ιωακείμ έγραψε επιστολή στον Ουκρανό Χετμάνο Ιβάν Samoylovych, στην οποία ζήτησε να βιαστούν με την εκλογή ορθόδοξου μητροπολίτη στην Καθέδρα του Κιέβου, υποστηρίζοντας το εξής: «στο πολωνικό κράτος οι Ουνίτες, πνευματικής τους τάξης οι άνθρωποι, αυτοαποκαλούνται μητροπολίτες Κιέβου και αρχιμανδρίτες του Πετσέρσκ, έτσι ώστε με κάποιο τρόπο να μπορέσουν να αφομοιώσουν τη Μητρόπολη του Κιέβου.

Την ίδια στιγμή από τη Μόσχα στην Κωνσταντινούπολη πήγε πρεσβεία με αίτημα να μεταβιβαστεί το δικαίωμα τοποθέτησης μητροπολιτών του Κιέβου στη Μόσχα. Όμως ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωακείμ απάντησε στο αίτημα αυτό υπεκφυγές, αναφερόμενος στο γεγονός ότι ο Μεγάλος Βεζίρης του Σουλτάνου (ο υψηλότερος αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Μπαϊμπουρτλού Καρά Ιμπραήμ Πασά, ήταν ετοιμοθάνατος (απεβίωσε το 1685). Οι μεγάλοι βεζύριδες ήταν οι πρώτοι υπουργοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ουσία κυβερνούσαν τη χώρα. Χωρίς τη συγκατάθεσή τους κανένα ζήτημα δεν θα μπορούσε να επιλυθεί.

Σε αυτήν την περίπτωση, όταν η καθυστέρηση με την τοποθέτηση του Μητροπολίτη του Κιέβου απειλούσε με κατάκτηση της Καθέδρας του Κιέβου από Ουνίτες, και οι αρχές της Μόσχας, και ο χετμάνος Ιβάν Samoylovich και ο Πατριάρχης της Μόσχας Ιωακείμ αποφάσισαν να δράσουν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η Κωνσταντινούπολη. Στη Σύνοδο του Κιέβου, ο επίσκοπος του Λούτσκ και του Οστρόγ Γεδεών (Svyatopolk-Chetvertinsky) εξελέγη ως μητροπολίτης του Κιέβου. Λίγο πριν από αυτό ο επίσκοπος Γεδεών δραπέτεψε από την Πολωνία, όπου απειλήθηκε με ισόβια φυλάκιση αν δεν αποδεχτεί την ουνία.

Στις 8 Οκτωβρίου 1685 τοποθετήθηκε Μητροπολίτης του Κιέβου στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Κρεμλίνου της Μόσχας. Και μετά από αυτό στην Κωνσταντινούπολη πήγε πρεσβεία με αίτημα να εγκριθεί τόσο η τοποθέτηση αυτή όσο και η μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας. Η πρεσβεία συνίστατο από τον διάκονο Νικήτα Αλεξέεφ και τον απεσταλμένο του χετμάνου Samoylovych Ιβάν Λισίτσα (Ivan Lisitsa). Έφερναν μαζί τους επιστολές του Πατριάρχη Ιωακείμ, των Ρώσων Τσάρων Ιωάννη και Πέτρου Αλεξέεβιτς και του Ουκρανού χετμάνου Ιβάν Samoylovych με αντίστοιχο αίτημα.

Οι κύριες διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν στην Αδριανούπολη, όπου εκείνη την εποχή διέμενε ο νέος μέγας Βεζίρης Σαρί Σουλεϊμάν Πασά και όπου, για την επιβεβαίωση των εξουσιών του, ήταν να αφιχθεί ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος, ο οποίος την εποχή εκείνη ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο για τέταρτη φορά.

Βρισκόμενος στην Αδριανούπολη ο Νικήτα Αλεξέεφ και ο Ιβάν Λισίτσα προσπάθησαν πρώτα να σιγουρευτούν την υποστήριξη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, ο οποίος θεωρούταν υποστηρικτής της Μόσχας. Ωστόσο, ο Πατριάρχης Δοσίθεος ήταν αγανακτισμένος με το γεγονός τοποθέτησης στην Καθέδρα του Κιέβου στη Μόσχα Μητροπολίτη Γεδεών χωρίς την γνώση του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και αρνήθηκε κατηγορηματικά να μεσολαβήσει στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για επίλυση του ζητήματος. Αλλά συγχρόνως χαιρέτισε την τοποθέτηση ορθόδοξου μητροπολίτη στο Κίεβο «και τη χειροτονία του αποδέχομαι και αφήνοντας άλλα, προσεύχομαι στον Κύριο μας Χριστό να του δώσει τη δύναμη να κυβερνάει αγαθά και αξιαγάπητα».

Τότε ο Νικήτα Αλεξέεφ και ο Ιβάν Λισίτσα πραγματοποίησαν διαπραγματεύσεις με τον Μεγάλο Βεζύρη Σαρί Σουλεϊμάν Πασά, κατά τη διάρκεια των οποίων έλαβαν την έγκριση για τις ενέργειές τους. Μετά από αυτό ο Πατριάρχης Δοσίθεος μίλησε με εντελώς διαφορετικό τόνο: «Βρήκα στους κανόνες ότι κάθε αρχιεράρχης ελεύθερα από την επισκοπή του μπορεί να φύγει σε έναν άλλο αρχιεράρχη. Θα προσπαθήσω να πείσω τον Πατριάρχη Διονύσιο να εκπληρώσει το θέλημα του Τσάρου και εγώ ο ίδιος θα γράψω στους μεγάλους ηγεμόνες και στον Πατριάρχη Ιωακείμ και την ευλογία από τον εαυτό μου ιδιαίτερα, και όχι μαζί με τον Διονύσιο».

Ο Σαρί Σουλεϊμάν Πασά, στη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου, έβλεπε το δικό του όφελος. Εκείνη την εποχή η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέστη ήττα στον λεγόμενο «Μεγάλο τουρκικό πόλεμο» (1683-99) από τον Ιερό Συνασπισμό (συμμαχία των χριστιανικών ευρωπαϊκών κρατών), η οποία περιελάμβανε επίσης και την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Η Τουρκία προσπαθούσε να αποτρέψει την είσοδο της Ρωσίας στον Ιερό Συνασπισμό και προσπαθούνε να την κάνει να τσακωθεί με την Πολωνία (εκείνη την εποχή μεταξύ Ρωσίας και Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας υπήρξε Αντρουσοβική εκεχειρία του 1667).

Η συναίνεση για τη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου ήταν ένας βολικός τρόπος για να ευχαριστήσει τη Ρωσία και να την φέρει στο πλευρό του. Και αν στο μέλλον οι ελπίδες του Σαρί ΣουλεϊμάνΠπασά δεν έγιναν πραγματικότητα, αλλά τότε στην Αδριανούπολη, κατά την επιβεβαίωση της πατριαρχικής εξουσίας του Διονυσίου, ο Μεγάλος Βεζίρης του εξέφρασε τις επιθυμίες του στο θέμα Μητρόπολης του Κιέβου, τις οποίες ο Διονύσιος εκτέλεσε αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη.

Σύνοδο των Επισκόπων της Κωνσταντινουπόλεως, αριθμός 21, συγκεντρώθηκε, όπου υιοθετήθηκε ο Τόμος για τη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου στο Πατριαρχείο της Μόσχας. Επιπλέον, ο Διονύσιος έγραψε τις επιστολές στους Τσάρους της Μόσχας, στον Πατριάρχη Ιωακείμ, τον χετμάνο Samoylovich, καθώς και σ’ όλους τους πιστούς Μητροπόλεως του Κιέβου, στις οποίες γνωστοποιούσε ότι παραχωρεί τη Μητρόπολη του Κιέβου στο Πατριαρχείο της Μόσχας.

Αφού έλαβε αυτό το πακέτο εγγράφων από τον Πατριάρχη Διονύσιο, ο Νικήτα Αλεξέεφ του έδωσε 200 χρυσά νομίσματα και τρία σαράντα σαμούρια κατόπιν υπογραφής με την παραλαβή. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε ότι εκείνη την εποχή μόνο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως λάμβανε από τη Μόσχα περίπου τρεις χιλιάδες ρούβλια ετησίως, γίνεται σαφές ότι αυτά τα δώρα αποτελούσαν μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της βοήθειας από τη Ρωσία, την οποία τα πατριαρχεία της ανατολής λάμβαναν για αρκετούς αιώνες.

Κατά ειρωνεία της τύχης, ακριβώς τη στιγμή που ο Πατριάρχης Διονύσιος, υπό την καθοδήγηση του Μεγάλου Βεζίρη, τυποποιούσε τη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου, στη Μόσχα συνήφθη συμφωνία για την «Αιώνια Ειρήνη» με την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Η Ρωσία, σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, έπρεπε να διακόψει ειρήνη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να εξασφαλίσει την προστασία της Πολωνίας από τις επιθέσεις των Τατάρων της Κριμαίας. Η Πολωνία υποσχέθηκε να μην αναγκάζει στην ουνία τον ορθόδοξο πληθυσμό στην επικράτειά της και αναγνώριζε το δικαίωμα του Μητροπολίτη του Κιέβου να χειροτονεί τον υψηλότερο κλήρο στη Δεξιά όχθη της Ουκρανίας.

Όταν αυτό έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη, ο Μέγας Βεζίρης κατάλαβε ότι είχε κάνει πολιτικό λάθος, και Ορθόδοξοι επίσκοποι Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως άρχισαν να δολοπλοκούν εναντίον του Πατριάρχη Διονυσίου και χρησιμοποίησαν την υπόθεση της μεταφοράς της Μητρόπολης του Κιέβου για να τον απομακρύνουν από την καθέδρα (στην οποία, παρεμπιπτόντως, ανέβηκε μετά και πάλι).

Είναι σημαντικό ότι παρά το γεγονός ότι η κατάργηση του Τόμου για τη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου τότε ήταν εντελώς φυσιολογική από μόνη της, κανείς δεν έθεσε το θέμα έτσι. Ποτέ για περισσότερα από 300 χρόνια το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως δεν ισχυρίστηκε ότι η Μητρόπολη του Κιέβου πρέπει να επιστραφεί στη δικαιοδοσία του. Ακόμα κι αν εκφράζανε απόψεις σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της μεταφοράς της Μητρόπολης του Κιέβου, ποτέ για 300 χρόνια δεν υπήρχε καμία δήλωση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης σχετικά με την κατάργηση του Τόμου του 1686.

Πάνω από τριακόσια χρόνια που πέρασαν από τότε, το Φανάρι παραδεχόταν την παραμονή της Μητρόπολης του Κιέβου στην δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδέες για την αποκατάσταση αυτής της μητρόπολης στην δικαιοδοσία του Φαναρίου αντικρίζουν την ακατανοησία του γεγονότος ότι είναι νομικώς αδύνατο και έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική.

Για να βεβαιωθείτε σ’ αυτό, απλά κοιτάξτε τον χάρτη της Μητρόπολης του Κιέβου και να το συγκρίνετε με το σύγχρονο χάρτη των επισκοπών της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Τα όρια της Μητρόπολης του Κιέβου το 1686 δεν συμπίπτουν ούτε με τα όρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας ούτε με τα σύνορα του ουκρανικού κράτους.

Γιατί η Μητρόπολη του Κιέβου δεν μπορεί να επιστραφεί στην Κωνσταντινούπολη фото 2
Η προβολή της Μητρόπολης του Κιέβου το 1686 στον σύγχρονο χάρτη της Ουκρανίας (συμπαγές πράσινο) και των γειτονικών χωρών (πράσινο σκιασμένο)

Η κατάργηση του Τόμο το 1686 θα σήμαινε την επιστροφή στο ωμοφόριο του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης όχι μόνο των μητροπόλεων της Ουκρανίας, αλλά και της Πολωνίας, της Λευκορωσίας, της Λεττονίας και της Ρωσίας, που είναι εντελώς παράλογο.

Από την άλλη πλευρά, σήμερα στη σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας υπάρχουν μητροπόλεις, οι οποίες δεν ήταν στη σύνθεση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για μητροπόλεις που βρίσκονται στο νότο και ανατολικά της Ουκρανίας και οποίες δημιουργήθηκαν στους 18ο και 19ο αιώνες. Δεν υπάρχει λόγος μεταφοράς αυτών των εδαφών στο Φανάρι. Προκειμένου να εκπληρωθεί η απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης περί επιστροφής σε αυτόν της Μητρόπολης του Κιέβου, είναι απαραίτητο να χωριστεί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας σε μέρη και κάποια απ’ αυτά να μεταφερθούν στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Αυτή είναι μια προφανής ανοησία!

Δεν μπορούμε να πούμε ότι το 1686 ο τότε ουκρανικός κλήρος εξέφραζε την ικανοποίησή του για τη μεταφορά της Μητρόπολης του Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας, φοβούμενος ότι η διοίκηση των ουκρανικών μητροπόλεων θα γίνει πιο συγκεντρωμένη και τα προνόμια του κλήρου θα μειωθούν. Ωστόσο, η απόφαση μεταφοράς δεν προκάλεσε καμία διαμαρτυρία ούτε από τους κληρικούς ούτε από απλό λαό. Η Μητρόπολη του Κιέβου υιοθέτησε μια νέα τάξη πραγμάτων και συμφώνησε με τις νέες συνθήκες της ύπαρξής της. Υπήρξε μια αποκαλούμενη λήψη της απόφασης για τη μεταβίβαση της Μητρόπολης του Κιέβου, η οποία είναι ακόμη πιο σημαντική από την απόφαση του ίδιου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης των ιδεών για την αποκατάσταση της Μητρόπολης των Κίεβο υπό τον έλεγχο του Φαναρίου ή τη δημιουργία μιας εθνικής εκκλησίας με πρωτοβουλία των αρχών η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας εξέφρασε επίσης τη γνώμη της για το θέμα αυτό. Στις 25 Ιουνίου 2018 η Σύνοδο των Επισκόπων της υιοθέτησε τη δήλωση που λέει:

«Η υπάρχουσα κανονιστική κατάσταση είναι αρκετά ικανοποιητική για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας να πραγματοποιεί καρποφόρα την αποστολή της μεταξύ του λαού της Ουκρανίας. Οι προσπάθειες αλλαγής αυτού του καθεστώτος θα οδηγήσουν μόνο στον περιορισμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατέχει η Εκκλησία μας, έχοντας τα δικαιώματα ευρείας αυτονομίας. Επιπλέον, αυτές οι προσπάθειες δεν θα θεραπεύσουν, αλλά μόνο θα εμβαθύνουν τη διάσπαση τόσο στην Ουκρανική Ορθοδοξία όσο και στην ουκρανική κοινωνία στο σύνολό της. Οι αρχιερείς επιβεβαίωσαν ομόφωνα την επιθυμία τους να τηρήσουν τον όρκο κατά τη χειροτονία του επισκοπικού να είναι πιστοί στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία».

Δηλαδή, η Εκκλησία είναι κατά των προσπαθειών επιστροφής της Μητρόπολης του Κιέβου στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης και πιστεύει ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εμφύλια και θρησκευτική αντιπαράθεση. Δεδομένης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στη χώρα, αυτοί οι φόβοι είναι πλήρως δικαιολογημένοι.

Η αδυναμία αναστροφής της ιστορίας και ο παραλογισμός της αποκατάστασης της δικαιοδοσίας της Κωνσταντινούπολης στη Μητρόπολη του Κιέβου είναι τόσο προφανείς που δεν θα έπρεπε καν να ασχοληθούμε μ’ αυτό το θέμα. Ωστόσο, υπό την πίεση των εξωτερικών δυνάμεων, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης πήρε μια προφανώς άνομη και παράλογη απόφαση να επιστρέψει τη Μητρόπολη του Κιέβου στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Όπως αναλύεται από ιστορικά γεγονότα πιο πάνω, μια τέτοια απόφαση είναι εντελώς αδύνατη.

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης