Στη Μόσχα παρουσιάστηκε συλλογή για επανένωση Μητρόπολης Κιέβου με τη ΡΟΕ
Έκδοση συλλογής ετοιμάσθηκε από εκκλησιαστικό επιστημονικό κέντρο «Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια» και αποτελεί ιστορική κανονική απάντηση στις ενέργειες του Πατρ. Κων/πόλεως.
Στο πλαίσιο του συνεδρίου με θέμα «Παγκόσμια Ορθοδοξία: πρωτείο και συνοδικότητα υπό το φως της ορθοδόξου διδασκαλίας» πραγματοποιήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 στην Αίθουσα του Αγίου Σεργίου στο ναό του Σωτήρος Χριστού της Μόσχας η παρουσίαση της συλλογής «Επανένωση της Μητροπόλεως Κιέβου με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. 1676–1686. Μελέτες και έγγραφα», αναφέρει η ιστοσελίδα του ΤΕΕΣ του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Η έκδοση της συλλογής ετοιμάσθηκε από το εκκλησιαστικό επιστημονικό κέντρο «Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια» και αποτέλεσε μια ιστορική κανονική απάντηση στα γεγονότα, που σχετίζονται με τη δήλωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί «άρσης» της Συνοδικής Πράξεως του 1686 σχετικά με την υπαγωγή της Μητροπόλεως Κιέβου στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και την «αναγνώριση της αυτοκεφαλίας» του σχισματικού μορφώματος της «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας». Η συλλογή περιλαμβάνει 246 έγγραφα, εκ των οποίων 200 δεν έχουν ποτέ δημοσιευθεί. Όλα τα έγγραφα έχουν επισταμένως μελετηθεί και στο βαθμό, που απαιτείται, συνοδεύονται με επιστημονικό σχολιασμό και όπου αυτό χρειάζεται με νέες μεταφράσεις στη σύγχρονη ρωσική γλώσσα.
Όπως τόνισε στην παρέμβασή του ενώπιον των μετεχόντων της εκδηλώσεως ο πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων (ΤΕΕΣ) του Πατριαρχείου Μόσχας μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, η υπό παρουσίαση έκδοση αποτελεί την πληρέστερη συλλογή εγγράφων για την ιστορία της επανενώσεως της Μητροπόλεως Κιέβου με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1686, καθώς περιέχει μαρτυρίες ιεραρχών, κληρικών, μοναχών και λαϊκών εκείνης της εποχής. Ο ιεράρχης τόνισε ότι «Είναι ζωντανές φωνές αυτοπτών μαρτύρων, για τις οποίες μπορούμε να πούμε με τα λόγια του Ευαγγελίου: Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται (Λουκ. 19. 40)».
«Το σώμα των εγγράφων που εκδώσαμε για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι ούτε στις διαπραγματεύσεις των Ρώσων διπλωματών με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επί του θέματος μεταβιβάσεως της Μητροπόλεως Κιέβου, ούτε στην αλληλογραφία με τις εκκλησιαστικές Αρχές και την πολιτική ηγεσία της αριστερής όχθης του Δνείπερου, ούτε στα ίδια τα έγγραφα της Κωνσταντινουπόλεως, που επιβεβαιώνουν αυτή την υπαγωγή, δεν υπήρχε καν αναφορά περί του δήθεν προσωρινού ή περιορισμένου χαρακτήρα της», διαπίστωσε ο μητροπολίτης Ιλαρίωνας και συνέχισε: «Μόλις το 2018, την παραμονή της παράνομης εισπηδήσεώς του στην Ουκρανία η Κωνσταντινούπολη αποπειράθηκε να επανεξετάσει την Πράξη του 1686 και να την κηρύξει δήθεν προσωρινή, λόγω επειγούσης αναγκαιότητας, άδεια, που παραχωρήθηκε στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονεί τους μητροπολίτες Κιέβου. Τα σημερινά ιστορικά επιχειρήματα του Φαναρίου προκαλούν την ίδια στιγμή τουλάχιστον απορία».
Ο πρόεδρος του ΤΕΕΣ είναι πεπεισμένος ότι ακόμη σήμερα διατηρείται η δυνατότητα διεξαγωγής μιας ελεύθερης και αντικειμενικής επιστημονικής-ιστορικής συζητήσεως, την οποία το 2018 απέρριψε άμεσα και κατηγορηματικά το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
«Με ικανοποίηση παρακολουθούμε τις αντιδράσεις στην έκδοσή μας στο επιστημονικό περιβάλλον και την κριτική του, η οποία προς το παρόν, δυστυχώς, έχει αποσπασματικό, τμηματικό χαρακτήρα», ανέφερε ο μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας και συνέχισε: «Γνωρίζουμε ότι παρόμοια έκδοση, έστω και λιγότερο θεμελιώδης και αντιπροσωπευτική ετοιμάζεται με την υποστήριξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Χαίρομαι, γιατί η έκδοσή μας έδωσε ώθηση στη συζήτηση, όσο εμπαθής και αν ήταν η αντίδραση των αντιπάλων μας στο σπουδαιότατο όχι μόνον για την ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και για την ενότητα όλης της παγκόσμιας Ορθοδοξίας θέμα. Είμαι ακραδάντως πεπεισμένος ότι η ρωσική θεολογική επιστήμη έχει τις θετικότερες θέσεις και το μεγαλύτερο δυναμικό για συμμετοχή σε αυτή τη συζήτηση».
Στην παρέμβαση του διευθυντή του εκκλησιαστικού επιστημονικού κέντρου «Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια», που ακολούθησε, ο Σ. Κραβέτς περιέγραψε την εργασία επί της εκδόσεως και επικεντρώθηκε ιδιαιτέρως στην επιλογή των χρονολογικών ορίων της συλλογής των εγγράφων. Υπενθύμισε στους ακροατές σε πόσο περίπλοκες ιστορικές συνθήκες ελήφθη η απόφαση περί της επιστροφής της Μητροπόλεως Κιέβου στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν και η δεινότατη θέση των ορθοδόξων υπό την εξουσία της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και ο εξαναγκασμός τους στην ουνία και το γεγονός ότι μια ορισμένη στιγμή στο εν λόγω έδαφος δεν έμεινε ούτε ένας ορθόδοξος ιεράρχης. Ενώ το 1676 (ακριβώς αυτή η ημερομηνία αποτελεί αφετηρία για την επιλογή των εγγράφων του βιβλίου) στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία απαγορεύθηκε στους ορθοδόξους να επικοινωνούν με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επ᾽ απειλή θανατικής ποινής και δημεύσεως της περιουσίας. «Μετά ταύτα να ομιλεί κανείς για κάποια επιρροή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην κατάσταση εντός Μητροπόλεως Κιέβου είναι αδύνατο, διότι τούτο ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία», διαπίστωσε ο Σ. Κραβέτς.
Η συλλογή ολοκληρώνεται όχι με τις παραληφθείσες από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επιστολές, αλλά με απόσπασμα από τη συναφθείσα περίπου την ίδια εποχή Συνθήκη περί αιώνιας ειρήνης μεταξύ του κράτους της Μοσχοβίας και της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, όπου αναφερόταν η προστασία των ορθοδόξων.
«Το απόσπασμα από αυτή τη Συνθήκη αναπαράχθηκε ξεχωριστά και οι πρεσβευτές μας καθ᾽ οδόν προς τη Βαρσοβία, το διένειμαν κατά τη διαδρομή στις ενορίες και σε όλες τις πολίχνες, προκειμένου οι ορθόδοξοι να μπορούν να επικαλούνται την υπόσχεση του Πολωνού βασιλέα ότι δεν θα τους καταπιέζει και το ότι η καταφυγή στον Ρώσο τσάρο, σύμφωνα με αυτή τη Συνθήκη, είναι νόμιμη», ανέφερε ο Σ. Κραβέτς και συνέχισε: «Δυσκολεύομαι να πω τι θα μπορούσε να έχει συμβεί εάν αυτή η επανένωση της Μητροπόλεως Κιέβου με τη Ρωσική Εκκλησία δεν είχε γίνει πραγματικότητα, αλλά για κάποιο λόγο είμαι πεπεισμένος, ότι εάν δεν υπήρχε αυτή η προστασία, πολιτική, νομική, και εάν δεν υπήρχε η τεράστια οικονομική στήριξη, την οποία το κράτος της Μοσχοβίας και η Ρωσική Εκκλησία άρχισαν να παρέχουν στην Ορθοδοξία στο έδαφος της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, θα καταστρεφόταν ολοσχερώς από την ουνία. Τούτο σε κάποιο βαθμό το συνειδητοποιούσαν και στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, διότι σε μια από τις επιστολές αναφέρεται ότι μεταβιβάζουμε τη Μητρόπολη Κιέβου στη Ρωσική Εκκλησία, διότι δεν θέλουμε να απολογηθούμε ενώπιον του Θρόνου του Θεού για την εξαφάνιση των ορθοδόξων».
Ο αντιπρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων (ΤΕΕΣ) της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας πρωθιερέας Νικόλαος Ντανιλέβιτς απευθύνθηκε στους μετέχοντες της παρουσιάσεως διαδικτυακά.
Αφού επεσήμανε τη σημασία της εκδόσεως και το τεράστιο έργο για την προετοιμασία της, αναφέρθηκε στο ότι η συλλογή παρουσιάσθηκε επίσης και στο Κίεβο, προκαλώντας πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μάλιστα ενδιαφέρον έναντι των εξεταζόμενων στη συλλογή θεμάτων δεν επιδεικνύουν μόνον οι ειδικοί, αλλά και ο λαός της Εκκλησίας.
Ενθυμούμενος την κατάσταση, που σχετίζεται με τις αντικανονικές ενέργειες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία, ο πρωθιερέας Νικόλαος Ντανιλέβιτς επεσήμανε: «Έχουν περάσει περισσότερο από δύο χρόνια από εκείνα τα τραγικά για εμάς γεγονότα. Τώρα καθώς τα πάθη έχουν μετριασθεί και καταπραϋνθεί, επήλθε ο καιρός να στοχασθούμε με ηρεμία τα κρισιακά θέματα στις διορθόδοξες σχέσεις, τα εκκλησιολογικά ζητήματα, να πορευθούμε ακριβώς την εκκλησιαστική και όχι την πολιτική οδό. Τούτο είναι πράγματι πολύ σημαντικό».
Η ΕΟΔ έγραψε ότι στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 στη Μόσχα ξεκίνησε το Συνέδριο για πρωτείο και συνοδικότητα στην Εκκλησία. Στα εγκαίνια, κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τόνισε ότι η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και όχι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, και ζήτησε θεολογική εκτίμηση των ενεργειών του επικεφαλής του Φαναρίου.