Η υπεροχή του Πάπα, ή γιατί οι Καθολικοί έχουν άδικο
Στις 25 Δεκεμβρίου 1559 ο Cardinal Giovanni Angelo Medici εξελέγη Πάπας Ρώμης και μπήκε στην ιστορία με το όνομα Πίος Δ’. Μια από τις πιο διάσημες πράξεις του ήταν η ολοκλήρωση των συνεδριάσεων της Συνόδου του Τρέντο (1545–1563).
Στην καθολική ιστοριογραφία αυτή η Σύνοδος είναι επίσης γνωστή ως ΙΘ´ Οικουμενική Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και συγκλήθηκε ως μέσο αντιμετώπισης του μεταρρυθμιστικού κινήματος.
Εκτός από τον κύριο σκοπό της, η Σύνοδος υιοθέτησε μια σειρά σημαντικών αποφάσεων, όπως η επιβεβαίωση του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας, η έγκριση της λατινικής μετάφρασης της Βίβλου, η εισαγωγή σ’ αυτήν δευτεροκανονικών βιβλίων, καθώς και η ύψωση της εξουσίας του Πάπα. Έτσι, από τα μέσα του 16ου αιώνα η εξουσία του ποντίφηκα υψώνεται οριστικά πάνω από την εξουσία των συνόδων.
Για το πρωτείο του Πάπα ακούμε και μιλάμε αρκετά συχνά, επομένως, χωρίς να εμβαθύνουμε ιδιαίτερα στην ιστορία και το δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας, θα θέλαμε να πούμε λίγα λόγια για αυτό το θέμα.
Ο παπισμός εξ αρχής ήταν ένα ιστορικό φαινόμενο. Γνωρίζουμε ότι από το τέλος του 4ου αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύεται σε Δυτική και Ανατολική. Αν και αυτή η διαίρεση ήταν μάλλον υποθετική και αποδέχτηκε ήδη από τους ιστορικούς της Νέας Εποχής, θα την τηρήσουμε ωστόσο.
Σταδιακά η Ανατολική Αυτοκρατορία γίνεται Βυζάντιο, η Δυτική υπήρχε μέχρι το 476, όταν ο τελευταίος αυτοκράτορας Ρωμύλος Αυγουστύλος αναγκάστηκε να παραιτηθεί το θρόνο από τον ηγέτης των βαρβάρων μισθοφόρων Οδόακρο.
Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση του δόγματος του αλάθητου του επισκόπου της Ρώμης ήταν το Μεγάλο Σχίσμα του 1054, το οποίο απελευθέρωσε τον Πάπα από κάθε εξωτερική εκκλησιαστική εξάρτηση.
Στο θρησκευτικό περιβάλλον εξελίσσεται σταδιακά μια κατάσταση σύμφωνα με την οποία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δηλ. σε ένα κράτος με έναν αυτοκράτορα, υπάρχουν τέσσερα κύρια χριστιανικά κέντρα, ενώ στη Δύση παραμένει και σταδιακά ανεβαίνει ο ρωμαίος επίσκοπος. Επιπλέον, όχι μόνο ότι η εξουσία του ήταν ευρύτερη από τη εξουσία οποιουδήποτε κοσμικού κυβερνήτη, αλλά επίσης, υπό τις συνθήκες της πτώσης της Ρώμης, ο πάπας ταυτιζόταν για τον πληθυσμό με τον διαβόητο «ρωμαϊσμό» και το τελευταίο κέντρο της κάποτε μεγάλης αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, ο παπισμός από ένα αρχικά καθαρά ιστορικό φαινόμενο άρχισε να εδραιώνεται ως θρησκευτικό φαινόμενο και στη συνέχεια ως δογματικό.
Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση του δόγματος του αλάθητου του επισκόπου της Ρώμης ήταν το Μεγάλο Σχίσμα του 1054, το οποίο απελευθέρωσε τον Πάπα από κάθε εξωτερική εκκλησιαστική εξάρτηση. Σύντομα άρχισε η διαδικασία ενοποίησης της Δυτικής Εκκλησίας γύρω από το ρωμαϊκό θρόνο, ο οποίος έχασε την επαφή με την καθολική αρχή που διατηρήθηκε στην Ανατολή.
Για αρκετό καιρό κάποιες εκκλησίες, όπως Γαλλική και Ιρλανδική, διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, τα ιστορικά φαινόμενα που ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο, όπως η Ιερά Εξέταση, η Μεταρρύθμιση, ο Διαφωτισμός κ.α. οδήγησαν στο γεγονός ότι στο χριστιανικό περιβάλλον των δυτικών κρατών δημιουργήθηκε η τάση να απελευθερωθούν από την ανεξάρτητη συνειδητή πνευματική επιλογή και να μεταφερθεί το βάρος της ευθύνης γι’ αυτή στον αρχιερέα Ρώμης.
Ο προ-επαναστατικός θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευγένιος Νικολάγιαβιτς Ουσπένσκι λέει ότι η εδραίωση του δόγματος του πρωτείου του Πάπα οφειλόταν σε τρεις παράγοντες:
- το σχηματισμό από τη ρωμαϊκή εκκλησία διάφορων παραμυθιών και θρύλων,
- η εμφάνιση ψευδοεκκλησιαστικών κανόνων,
- εξηγήσεις δογματικών θεμέλιων που βασίζονται ψευδώς στην Αγία Γραφή.
Για να μην είμαστε αβάσιμοι, θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Προκειμένου να δικαιολογήσει το πρωτείο του Αποστόλου Πέτρου (και επομένως του Πάπα της Ρώμης ως διαδόχου του) μπροστά από άλλους μαθητές του Χριστού, οι Καθολικοί αναφέρονται συχνότερα σε τέτοια λόγια του Ευαγγελίου: «κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Αλλά, για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι αυτή η φράση του Σωτήρα έχει σχέση με τον απόστολο Πέτρο όχι ως άνθρωπο, αλλά στην πίστη του, δηλ. η Εκκλησία θα χτιστεί πάνω στην πίστη του μαθητή του Χριστού που εκφράστηκε στην ομολογία: «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθαίος 16:16).
Μια άλλη θέση της Αγία Γραφής είναι η αναφορά στον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος μεταφέρει τα λόγια του Χριστού και πάλι απευθυνόμενα στον Απόστολο Πέτρο: «ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου» (Λουκ. 22.32).
Από την άποψη ενός καθολικού όλα φαίνονται προφανή και κατανοητά. Μόνο που ο Άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος της Βουλγαρίας υποδεικνύει ότι ο «ισχυρισμός των αδελφών» θα είναι δυνατός αφού ο Πέτρος κλάψει για την αμαρτία της απάρνησης του Σωτήρα και γίνει παράδειγμα μετάνοιας για όλες τις επόμενες γενιές χριστιανών: «Κανένας από τους πιστεύοντες σε Μένα δεν θα απελπιστεί, κοιτάζοντάς εσένα, – σαν να λέει ο άγιος εκ μέρους του Χριστού, – ο οποίος όντας απόστολος, απαρνήθηκε και, όμως, μέσω της μετάνοιας και πάλι έλαβε την πρώην σημασία της μεταξύ όλων των αποστόλων».
Προφανώς στα λόγια του Ευγένιου Ουσπένσκι δεν υπάρχει καμία υπερβολή, επειδή τα αναφερόμενα λόγια της Αγίας Γραφής ερμηνεύονται από τη θέση της υπεροχής του ρωμαϊκού πρωθιερέα και όχι από την άποψη της συνοδικής πατερικής παράδοσης.
Ας ρίξουμε μια ματιά στον τίτλο του ποντίφηκα της Ρώμης, ο οποίος είναι αρκετά εύγλωττος και αντανακλά καλά τη θέση που κατέχει στο δυτικό χριστιανισμό. Έτσι, ο πάπας ονομάζεται «Βικάριος του Χριστού» και η Καθολική κατήχηση μας λέει ότι πρέπει να κατανοείται μόνο με την έννοια του «τοποτηρητή του Χριστού».
Μετά «ο ύπατος αρχιερέας της Οικουμενικής Εκκλησίας» είναι ένα μέρος του τίτλου περιλαμβάνει το διάσημο λατινικό όνομα pontifex maximus. Είναι ενδιαφέρον ότι κάποτε υπήρξε σύνδεση με τον τίτλο που χρησιμοποιούνταν στην ειδωλολατρική Ρώμη, ενώ η εκχώρησή του στον χριστιανικό επίσκοπο είναι κάπως παράδοξο. Λόγια «ο ύπατος Ιταλίας, αρχιεπίσκοπος και μητροπολίτης της Ρωμαϊκής Επαρχίας» σημαίνουν τον πρωτεύοντα επίσκοπο της Ρώμης και των γύρω περιοχών της, ενώ «κυρίαρχος της πόλης-κράτους του Βατικανού» σημαίνουν τον κοσμικό κυβερνήτη της αντίστοιχης χώρας. Και στο τέλος διαβάζουμε «ο δούλος των δούλων του Θεού».
Αν μιλάμε για την Εκκλησία ως το χαρισματικό Σώμα του Χριστού, όπου ο Σωτήρας είναι η Κεφαλή, για τους Καθολικούς ο Πάπας είναι ο μονάρχης που συγκεντρώνει ολόκληρη την Εκκλησία μέσα του.
Αν δώσουμε προσοχή στους τίτλους και τις προσφωνήσεις των ορθοδόξων ιεραρχών, μπορούμε να σκοντάφτουμε σε όχι λιγότερο περίπλοκες διατυπώσεις, αλλά το πρόβλημα εδώ έγκειται στο γεγονός ότι είναι όλα αυτά έχουν σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή και πίσω τους δεν υπάρχουν δογματικοί ορισμοί.
Οι Καθολικοί είναι εντελώς διαφορετικοί. Για αυτούς ο τίτλος του Πάπα είναι μια έκφραση πίστης στη θεμελιωμένη από το Θεό εξουσία του ποντίφηκα της Ρώμης και στα χαρισματικά πλεονεκτήματα που διαθέτει. Ας δούμε τι λέει γι’ αυτό η επίσημη κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας:
«Ο Πάπας, Επίσκοπος Ρώμης και ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου, είναι η σταθερή και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας και των επισκόπων και πολλών πιστών, επειδή ο Ύπατος ιερέας της Ρώμης έχει πάνω στην Εκκλησία, χάρη στο αξίωμα του τοποτηρητή Χριστό και του ποιμένα ολόκληρης της Εκκλησίας, την ανώτατη και καθολική εξουσία, την οποία δικαιούται να ασκεί πάντα ελεύθερα».
Η πιο πάνω διατύπωση είναι συνέπεια των δογματικών ορισμών που προηγούνται. Έτσι, για παράδειγμα, στα διατάγματα της Πρώτης Συνόδου του Βατικανού του 1870 υπάρχει ισχυρισμός ότι στον Πάπα έχει δοθεί η γνώση της Αλήθειας προσωπικά, ανεξάρτητα, πρακτικά χωρίς καμία σχέση με την Εκκλησία. στην ουσία αυτοί οι ορισμοί επαναλήφθηκαν από τη Δεύτερή Σύνοδο του Βατικανού το 1962–1965, τα καθήκοντα του οποίου ήταν η δημιουργία της σύγχρονης Καθολικής κατήχησης.
Αν μιλάμε για την Εκκλησία ως το χαρισματικό Σώμα του Χριστού, όπου ο Σωτήρας είναι η Κεφαλή, για τους Καθολικούς ο Πάπας είναι ο μονάρχης που συγκεντρώνει ολόκληρη την Εκκλησία μέσα του. Είναι η πηγή της επισκοπικής εξουσίας, που αντικαθιστά ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας. Το κριτήριο της αλήθειας για τον Καθολικό δεν είναι το Άγιο Πνεύμα, αλλά η φωνή του ποντίφηκα που λαλεί από το Ρωμαϊκό θρόνο. Η εκκλησία γι’ αυτούς είναι νομικός οργανισμός, ενώ η εξουσία του Πάπα είναι μυστηριωδώς αντιληπτή, γι’ αυτό ο δεσπότης Μητροφάν (Ζνίσκο-Μπορόφσκι) καταλήγει: «Η αμαρτία του παπισμού είναι στην καταπάτηση όσων ανήκουν μόνο στον Θεό, που ανήκει στο Άγιο Πνεύμα που ζει στην Εκκλησία».
Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι στη Β’ Σύνοδο Βατικανού τέθηκαν καλές αρχές, οι οποίες συνίσταντο στην έμφαση όχι μόνο της αξιοπρέπειας του ποντίφηκα, αλλά και άλλων επισκόπων, ιδιαίτερα του Κολλεγίου (δηλαδή, συνόδου της επισκοπής), ως συλλογικού οργάνου. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες στη σύνοδο δεν τόλμησαν να προβούν σε τέτοιες, αρκετά ριζικές για τους Καθολικούς, αλλαγές.
«Η αμαρτία του παπισμού είναι στην καταπάτηση όσων ανήκουν μόνο στον Θεό, που ανήκει στο Άγιο Πνεύμα που ζει στην Εκκλησία».
Αποφασίστηκε ότι το Κολλέγιο έχει επίσης την ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία, ωστόσο, με μία σημαντική επιφύλαξη: μόνο με ομοφωνία, ομοσκεψία και συμφωνία με τον πάπα.
Από τη μια πλευρά μπορεί να φανεί ότι οι σκιαγραφούμενες θετικές αλλαγές πολλαπλασιάστηκαν στην πραγματικότητα με το μηδέν, αλλά από την άλλη πλευρά, από τη Β' Σύνοδο του Βατικανού η στάση απέναντι στον πάπα ως ένα είδος «ημίθεου» έχει εξαφανιστεί, η προσωπικότητά του έχει γίνει λίγο-πολύ ανθρώπινη. Ωστόσο, στη νοοτροπία Καθολικών πάρα πολλά ανατίθενται στον πάπα, ενώ η μορφή του είναι σημαντική, η απόρριψη του πρωτείου του ποντίφηκα Ρώμης μπορεί να απειλήσει με σημαντικές αναταράξεις για ολόκληρη την εκκλησιαστική δομή της Καθολικής Εκκλησίας.
Όπως επισημαίνει ο πατέρας Μαξίμ Κοζλόφ: «Το καθολικό μυαλό αναγκάζεται να δέχεται οποιεσδήποτε αντιφάσεις του θεσμού του παπισμού, διότι κάθε προσπάθεια να τον κλονιστεί απειλεί να προκαλέσει αλυσιδωτή αντίδραση ανεξέλεγκτων αλλαγών».
Δεν ξέρουμε αν έρθει η ώρα όταν ένα σημαντικό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας θα απαρνηθεί τις αυταπάτες της. Όμως εμείς πρέπει να θυμόμαστε τις συνέπειες της εισαγωγής στρεβλώσεων στην Αγία Παράδοση και να κρατιόμαστε τον θησαυρό που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία.