Γιατί Φανάρι δεν έδωσε αυτοκέφαλη στους Ουκρανούς σχισματικούς 100 χρ. πριν
Η ΕΟΔ ξεκινά μια σειρά άρθρων για την ιστορία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, τη σχέση της με τη Ρωσική Εκκλησία και το «ουκρανικό ζήτημα».
Τέλος του 2018 το ορθόδοξο κοινό ταράχτηκε με την είδηση ότι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έκοψαν την Ευχαριστιακή κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Αυτό προκάλεσε ολόκληρη χιονοστιβάδα αγανακτισμένων δηλώσεων τόσο από τους φαναριώτες- θεολόγους όσο και από τους θεολόγους που συμπαθούν τη Ρωσική Εκκλησία. Όλοι αυτοί κατηγόρησαν την UOC και την ΡΟΕ για τη διάλυση του Σώματος του Χριστού και την καταστροφή της Εκκλησίας. Το επιχείρημά τους ήταν ότι ο Πατριάρχης Κύριλλος και η επισκοπή της Ρωσικής και της Ουκρανικής Εκκλησιών δεν είχαν ηθικό δικαίωμα να ενεργούν τόσο σκληρά και σε σχέση με τους συναδέλφους τους φαναριώτες.
Διαμαρτυρήθηκαν ιδιαίτερα οι απλοί πιστοί που ανήκουν στην UOC και στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, οι οποίοι δεν μπορούν να μεταλαμβάνουν στις εκκλησίες του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης από την παύση της ευχαριστιακής κοινωνίας με το Φανάρι.
Με τη σειρά τους, μεταξύ εκείνων που μνημονεύουν στις προσευχές τους τον Πατριάρχη Βαρθολομαίου ως προκαθήμενό τους, ακούγονταν φωνές βαθιάς λύπης για την παύση της δυνατότητας συλλείτουργου της Ευχαριστίας μαζί με τους ουκρανούς και τους ρωσικούς αδελφούς, το οποίο ήταν ιδιαίτερα αισθητός στο Άγιο Όρος.
Ωστόσο, όπως εξηγείται από τους επίσημους εκπροσώπους της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ορθοδόξων Εκκλησιών, ο λόγος μιας τέτοιας σκληρής απόφασης δεν ήταν μόνο η παρέμβαση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στις εσωτερικές υποθέσεις της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία βρίσκεται στην προσευχή και πνευματική ενότητα με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά η απονομή της νόμιμης κατάσταση στους Ουκρανούς σχισματικούς, σύμφωνα με την οποία οι δύο θρησκευτικές οργανώσεις στην Ουκρανία, μη αναγνωρισμένες μέχρι τότε από καμία από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του κόσμου, έχουν δεχτεί σε κοινωνία με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Κωνσταντινούπολη, Ρους, Ρωσία
Στις 11 Οκτωβρίου 2018 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μαζί με την Ιερά Σύνοδο των επισκόπων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του, αποφάσισε να αφαιρέσει το ανάθεμα από τον πρώην Μητροπολίτη Κιέβου και Πάσης Ουκρανίας Φιλάρετο (Ντενισένκο). Το Ανάθεμα, η εγκυρότητα του οποίου για πολλά χρόνια κανένας δεν αμφισβήτησε, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Οι προσπάθειες να απευθύνουν λόγο στους Φαναριώτες, να καλεστεί η λογικη και η συνείδησή τους δεν έδωσαν θετικά αποτελέσματα. Και εδώ τίθεται το ερώτημα – γιατί; Εξάλλου, όλες οι πράξεις του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ήταν τόσο προφανής παραβίαση των κανόνων, που απλά δεν μπορούσε να μην το καταλαβαίνει. Και όμως συνέχιζε να τις κάνει. Γιατί; Και κατά πόσο καινούργια για τις δύο Εκκλησίες είναι η σημερινή κατάσταση;
Οι Φαναριώτες αντιμετώπισαν τη Ρωσική Εκκλησία με διάφορους τρόπους. Όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε κρατική και στρατιωτική εξουσία και ο αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης θεωρούταν υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, η στάση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως προς τη νέα Ρωσική Εκκλησία με την έδρα στο Κίεβο ήταν αντίστοιχη – συγκαταβατική και υποστηρικτική. Κατά τη διάρκεια των αιώνων οι Έλληνες έστελναν τους μητροπολίτες τους στο Κίεβο, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εκκλησιαστική και λειτουργική παράδοση και γενικά αντιλαμβανόταν τους Ρώσους με τον ίδιο τρόπο που οι σημερινοί αμερικανοί ιεραπόστολοι αντιλαμβάνονται τους λίγο φωτισμένους ανθρώπους της αφρικανικής ηπείρου.
Αλλά αργότερα, όταν ο πατριάρχης συνήψε την ουνιά (ένωση) με τη Ρώμη, και με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, έγινε απόλυτα και εντελώς εξαρτημένος από τον τουρκικό σουλτάνο, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Τώρα η Ρωσική Εκκλησία έχει πάρει την πρώτη θέση στον Ορθόδοξο κόσμο.
Ο λόγος της παύσης της Ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ ΡΟΕ και του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ήταν όχι απλώς παρέμβαση του Φαναρίου στις εσωτερικές υποθέσεις της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά η απονομή της νόμιμης κατάσταση στους Ουκρανούς σχισματικούς.
Τα πατριαρχεία της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων υπήρχαν μόνο ονομαστικά –στην ουσία χωρίς ποίμνιο και χωρίς ναούς. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, παρόλο που κηδεμόνευε τον πολλών εκατομμυρίων πληθυσμό της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, βρισκόταν στην πραγματικότητα σε τόσο λυπηρή κατάσταση, που το μοναδικό του μέλημα ήταν η επιβίωση και όχι η κηδεμονία των πιστών στη Ρωσία. Ο πατριάρχης της κάποτε μεγάλης Πόλης του Βασιλιά και του συγκλήτου μετατράπηκαν σε συνηθισμένο ζητιάνο, ο οποίος υπολόγιζε την οικονομική βοήθεια των χτεσινών νεοφύτων.
Η ίδρυση του πατριαρχείου στη Ρωσία ενίσχυσε μόνο αυτή τη θέση – ο Πατριάρχης της Μόσχας έγινε ο επικεφαλής της μεγαλύτερης Ορθόδοξης Εκκλησίας στον κόσμο. Και ο πιο ισχυρός πατριάρχης.
Αυτή η κατάσταση υπήρχε μέχρι τις αρχές του Κ’ αιώνα, όταν οι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, όχι χωρίς τη βοήθεια των δυτικών εταίρων τους, αποφάσισαν να επιστρέψουν τις χαμένες θέσεις τους. Ακριβώς τότε άρχισε ο αγώνας του Φαναρίου ενάντια στη θέση και την επιρροή που ο Πατριάρχης της Μόσχας κατείχε στον Ορθόδοξο κόσμο. Αυτός ο αγώνας συνεχίζεται και σήμερα. Για αυτή σκοπεύουμε να μιλήσουμε.
Πατριάρχης Γερμανός και η Ρωσική Εκκλησία
Το 1913, στην ηλικία 77 ετών, Μητροπολίτης Γερμανός (κατά κόσμον Γεώργιος Καβακόπουλος) εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Ο Πατριάρχης Γερμανός υποστηρίζει το σύστημα διαχείρισης που ονομάζεται «γεροντισμός»: μερικοί από τους παλαιότερους επισκόπους, μόνιμα μέλη της Ιεράς Συνόδου (πρώτον στον αριθμό 6 και στη συνέχεια 12), έρχονταν από τις κατοικίες τους στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλες περιόδους και έπρατταν τις κύριες γραμμές διοίκησης.
Εκτός από την Ιερά Σύνοδο, ο Πατριάρχης είχε δημιουργήσει ένα ειδικό διοικητικό όργανο, Μικτό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούνται από 12 μέλη - 4 επισκόπους και 8 λαϊκούς. Αυτοί ασχολούταν με τον έλεγχο των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, σχολείων, νοσοκομείων, παρακολουθούσαν την εκτέλεση των διαθηκών και άλλων αστικών πράξεων. Στις εκκλησιαστικές υποθέσεις ο Πατριάρχης ήταν υποταγμένος στη Σύνοδο, ενώ στις πολιτικές – στο Μόνιμο Μικτό Συμβούλιο.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, η εισαγωγή των λαϊκών άνοιξε το δρόμο για την ακραία πολιτικοποίηση και τον ελληνικό εθνικισμό της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία σταδιακά βρέθηκε στην εξάρτηση από εθνικιστικού χαρακτήρα πλουσιότερους Έλληνες κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν στενό δεσμό με το Ελληνικό βασίλειο.
Όταν ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης συνήψε ουνία με τη Ρώμη και το Φανάρι άρχισε να εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον τουρκικό σουλτάνο, η Ρωσική Εκκλησία κατέλαβε την εξέχουσα θέση στον Ορθόδοξο κόσμο.
Η πρώτη ανοιχτή εκδήλωση μισαλλοδοξίας απέναντι στους Ρώσους ήταν η ενεργός συμμετοχή των Ελλήνων στον αγώνα ενάντια στους Ρώσους Ιμυασσλάβους-Αθωνίτες, οποίοι εκδιώχθηκαν το 1913 από την Σκήτη του Αγίου Ανδρέα (το κέντρο των Ιμυασλάβων) και τη Ρωσική Μονή του Αγ. Παντελεήμονα. Αργότερα, σε κύκλους κοντινούς στον πατριάρχη Γερμανό, ακουγόταν σκέψη ότι ακόμη και σε περίπτωση μετάνοιας, οι Ρώσοι μοναχοί δεν θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στο Άγιο Όρος.
Όταν οι Μπολσεβίκοι ήρθαν στην εξουσία στη Ρωσία, το Φανάρι προσπάθησε με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτεί την αποδυνάμωση της Ρωσικής Εκκλησίας. Το 1918, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν έγινε σαφές ότι η ζωή των πιστών στη Σοβιετική Ένωση θα αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο, ο Πατριάρχης Γερμανός δημιούργησε ειδική επιτροπή, η οποία θα έπρεπε να ασχοληθεί με τη μετάβαση των ελληνικών ενοριών των ΗΠΑ από την υποταγή της ΡΟΕ στη δικαιοδοσία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όλα αυτά έγιναν χωρίς τη γνώση της κανονικής εξουσίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βόρεια Αμερική. Επικεφαλής αυτής της επιτροπής ήταν Μητροπολίτης Μελέτιος (Μεταξάκης), άνθρωπος που μετέπειτα έγινε πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και στην πραγματικότητα δημιούργησε τη σύγχρονη κοσμοθεωρία των φαναριώτων.
Ταυτόχρονα, στο Φανάρι συνέβησαν τα γεγονότα που ανάγκασαν τον Πατριάρχη Γερμανό να αποσυρθεί. Η υπερβολικά πιστή πολιτική του έναντι των τουρκικών αρχών προκάλεσε δυσαρέσκεια μεταξύ των απλών πιστών και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Είσοδος στην Πατριαρχική Λειτουργία συχνά ακούγονταν πολυάριθμες αγανακτισμένες κραυγές «Κάτω!». Ο πατριάρχης υποσχέθηκε να παραιτηθεί, κάτι που έκανε στις 25 Οκτωβρίου 1918.
Τον Οκτώβριο του 1918 μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Γερμανού του Ε΄ εξελέγη τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου ο Μητροπολίτης Προύσης (σημερινή Μπούρσα) Δωρόθεος (Μαμμέλης), ο οποίος κατείχε αυτή τη θέση μέχρι το θάνατό του το 1921.
Ο Μητροπολίτης Δωρόθεος και η πολιτική του
Η πολιτική του Μητροπολίτη Δωρόθεου σε σχέση με τις τουρκικές αρχές ήταν ουσιαστικά διαφορετική από την πολιτική του Πατριάρχη Γερμανού. Στην ουσία ο δεσπότης Δωρόθεος οργάνωσε την πολιτική συνωμοσία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν στις 21 Ιανουαρίου 1919, υπό την προστασία του ελληνοϊριανού συντάγματος στην Κωνσταντινούπολη, κατάργησε τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα σχολεία και εξέδωσε διακήρυξη για την ένταξη στην Ελλάδα.
Υπό την επιρροή αυτής της διακήρυξης, οι ντόπιοι Έλληνες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την τουρκική κυβέρνηση, το οποίο πλήρωσαν πολύ ακριβά αργότερα, καθώς ουσιαστικά εκδιώχθηκαν από την πόλη (για παράδειγμα, αν στις αρχές του 19ου αιώνα ο αριθμός του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης ήταν 150.000 ανθρώπων, μετά σχεδόν εξαφανίστηκε, και σήμερα είναι περίπου 2.000 άνθρωποι).
Η δύσκολη πολιτική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, ώθησε τον Μητροπολίτη Δωρόθεο να προσπαθήσει να εδραιώσει όσο το δυνατόν στενότερους δεσμούς με εκπροσώπους άλλων χριστιανικών ομολογιών στον κόσμο. Το 1920, εξέδωσε μία περιφερειακή επιστολή «στις Εκκλησίες του Χριστού, παντού υπαρχουσών».
Σε αυτό το έγγραφο ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου πρότεινε συγκεκριμένα βήματα τα οποία, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να συμβάλουν στην προσέγγιση των χριστιανών διαφορετικών ομολογιών. Μεταξύ αυτών ήταν οι προτάσεις:
- υιοθέτηση ενιαίου ημερολογίου με τον ταυτόχρονο εορτασμό των μεγάλων χριστιανικών εορτών από όλες τις εκκλησίες,
- ανταλλαγή αδελφικών μηνυμάτων στις μεγάλες εορτές της εκκλησιαστικής χρονιάς και σε άλλες σημαντικές περιστάσεις.
- στενότερες σχέσεις με εκπροσώπους διαφόρων εκκλησιών παντού.
- παραχώρηση σε χρήση κτιρίων προσευχής και νεκροταφείων για ταφή στο εξωτερικό των κεκοιμημένων οπαδών άλλων ομολογιών.
- διευθέτηση μεταξύ των διαφόρων ομολογιών ζητήματος των μικτών γάμων.
Τότε πολλές από τις πρωτοβουλίες του δεν εφαρμόστηκαν. Εντούτοις, οι πράξεις των κληρονόμων του Μητροπολίτη Δωροθέου (ειδικά του Πατριάρχου Μελετίου) και του σύγχρονου Πατριάρχη Βαρθολομαίου αποδεικνύουν ότι το Φανάρι δεν τους αρνήθηκε. Οι Φαναριώτες δεν ντρέπονται να φοιτούν στις θεολογικές σχολές της Καθολικής Εκκλησίας (ο ίδιος Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποφοίτησε από το Παπικό Ανατολικό Ινστιτούτο), το ζήτημα των μικτών γάμων εξετάστηκε στη Σύνοδο της Κρήτης το 2016 και η παροχή για «χρήση οίκων προσευχής», ειδικά για τη Δυτική Ευρώπη, είναι κοινή πράξη.
Πρώτη ουκρανική «αυτοκέφαλη» και το Φανάρι
Παρά τα σοβαρότερα εσωτερικά προβλήματα και αναστατώσεις, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης το 1919-20 διεξήγαγε ενεργές διαπραγματεύσεις για την αναγνώριση της «αυτοκέφαλης εκκλησίας» που δημιουργήθηκε στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τον Νόμο περί Ανώτατης Εξουσίας στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Εκκλησία Διατήρησης της Ειρήνης», που υιοθετήθηκε από τη Ντιρεκτόρια (Διεύθυνση – μεταφρ.) του Σιμόν Πετλιούρα, η νεοσυσταθείσα «Εκκλησία» αποσκοπούσε να διακόψει εντελώς τις σχέσεις της με τη Ρωσική Εκκλησία και να επιτρέψει στο κράτος να έχει ενεργή θέση στα εκκλησιαστικά ζητήματα.
Την 1η Ιανουαρίου 1919 η αυτοκέφαλη διακηρύχθηκε επίσημα. Πρώτος στόχος που έθεσε η κυβέρνηση του Πετλιούρα ήταν η διεθνής αναγνώριση της UAOC (Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία – συντ.) από την Παγκόσμια Ορθοδοξία και κυρίως από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Για το σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη αποστέλλεται αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Επιτρόπου του Υπουργείου Θρησκευμάτων Ολέξα Ποτότσκι.
Αποτελεί ενδιαφέρον το γεγονός, ότι αναφέροντας για τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων με τον Μητροπολίτη Δωρόθεος ο Ποτότσκι σημείωσε, ότι το πρώτο σοβαρό επιχείρημα κατά της άμεσης αναγνώρισης της UAOC, το οποίο εξέφρασε ο τοποτηρητής, δεν ήταν κανονικό δίκαιο, αλλά... ο φόβος ότι η Ρωσική Αυτοκρατορία σε περίπτωση νίκης επί των μπολσεβίκων και της αναγέννησης της θα μπορούσε να κατασταλεί την πατριαρχία.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι οι ενέργειες στην Κωνσταντινούπολη των εξόριστων, και από την Ντιρεκτόρια, επισκόπων της Ρωσικής Εκκλησίας από την Ουκρανία, ανάμεσα στους οποίους ήταν τόσο αξιόλογες προσωπικότητες όπως ο Μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος (Khrapovitsky) και ο Αρχιεπίσκοπος Βολίν Ευλόγιος (Georgievsky). Αυτοί οι επίσκοποι προσπάθησαν να πείσουν τον Μητροπολίτη Δωρόθεο ότι οι επαφές και οι διαπραγματεύσεις με την Ντιρεκτόρια είναι λάθος που πρέπει να διορθωθεί προς όφελος ολόκληρης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Παρ’ όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ποτότσκι και του τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου στέφθηκαν με σχετική επιτυχία, επειδή ως αποτέλεσμα εμφανίστηκε σχέδιο επιστολής προς τον Σιμόν Πετλιούρα, σύμφωνα με την οποία οι ισχυρισμοί για «την αυτοκέφαλη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν στερούνται ιστορικών και κανονικών λόγων».
Ταυτόχρονα, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης παρουσίασε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να γίνει η αναγνώριση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας:
- ανεξαρτησία από τη χώρα
- έκκληση της ουκρανικής κυβέρνησης και της ουκρανικής Εκκλησίας για το θέμα αυτό στην Εκκλησία στην οποία ανήκε (δηλαδή, στη Ρωσική).
- παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, η οποία είναι απαραίτητη για να δοθεί νομιμότητα σε όλη τη διαδικασία.
Ο Ποτότσκι κατόρθωσε να επιτύχει την κατάργηση του δεύτερου σημείου μέσω διαπραγματεύσεων, αλλά η απουσία του πατριάρχη (ο Δωρόθεος ήταν μόνο τοποτηρητής) και η πτώση της Ντιρεκτόρια ώθησε τη διαδικασία της αναγνώρισης της ουκρανικής αυτοκέφαλης στο μηδέν.
Απέτυχαν επίσης οι προσπάθειες της πολωνικής κυβέρνησης, η ουσία των οποίων ήταν να μεταφέρει την Πολωνική Ορθόδοξη Εκκλησία από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης,. Στην πρωτοβουλία αυτή αντέδρασε ενεργά ο Αρχιεπίσκοπος του Κισινάου Αναστάσιος (Γκριμπανόφσκι), ο οποίος ήταν τότε στην Κωνσταντινούπολη και τον οποίο οι Έλληνες διαβεβαίωσαν ότι «δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί για τυχόν αποφάσεις απαράδεκτες για τη Ρωσία».
Όμως, όπως αποδείχθηκε αργότερα, υπήρχαν τέτοιοι λόγοι, επειδή αργότερα το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης προσπάθησε με κάθε μέσο να εδραιώσει την θέση του, που έχει κουνηθεί, στον Ορθόδοξο κόσμο. Ειδικά κατά το πατριαρχείο του προαναφερθέντος Μελετίου (Μεταξάκη), για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο.
Το άρθρο χρησιμοποιεί υλικό από το βιβλίο του M.V. Shkarovsky «Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης και της Ρωσίας στην περίοδο μεγάλων αναταραχών (1910-1950)», Mόσχα, εκδοτικός οίκος «Γνώση», 2019.